Αν μπορούσες να πεις οτιδήποτε ήθελες, έχοντας ως δεδομένο το ότι δε θα σε παρεξηγήσει κανένας, ότι κανένας δε θα σε κρίνει, ότι κανένας δε θα αντιδράσει στερεοτυπικά, τι θα έλεγες; Έχεις καθίσει ποτέ να το σκεφτείς;

Έχεις καθίσει ποτέ να σκεφτείς πόσα πράγματα αναγκαζόμαστε να κρατάμε κρυφά, επειδή φοβόμαστε; Φοβόμαστε τι θα πει ο δίπλα, ο απέναντι, η γειτονιά, η μάνα μας, το facebook, ο πρώην, ο νυν κι οι επόμενοι, αν θα το δει ο εργοδότης μας ή αντίθετα, ο κάθε άσχετος που κάποια στιγμή είχε κάποιο δικαίωμα πάνω μας. Ο λόγος είναι πλέον το πιο φτωχό μέσο έκφρασης, έχουν πια λιγοστέψει τόσο αυτά που μπορείς πραγματικά να πεις, γιατί η ελευθερία είναι μεγάλη πουτάνα τελικά.

Κι εμείς υπήρξαμε τόσο ηλίθιοι, που στην προσπάθειά μας να μη φανούμε ρατσιστές, μαλάκες, ανώμαλοι, χαζοί ή απλά ημιμαθείς, βάλαμε ένα κάρο περιορισμούς στο τι μπορούμε να πούμε. Καταλήξαμε να μην μπορούμε να κάνουμε ένα αστείο, να μη ξεφεύγουμε δευτερόλεπτο απ’ τα όρια, μήπως και θιχτεί ο διπλανός που το πήρε προσωπικά. Αλλά να σου πω κάτι;

Αν κάποιος δεν είναι ρατσιστής, απλά δεν είναι. Δε θα το δείξει αυτό ένα λάθος πράγμα που ειπώθηκε τη λάθος στιγμή. Ξέρεις πόσους φίλους έχω που είναι gay και τους χαίρεται η ψυχή μου με το πόσο κουλ κι άνετοι είναι με μια πλάκα που θα κάτσει εν τη ρύμη του λόγου  για τη φάση τους; Όταν τα έχεις καλά με σένα, όταν ξέρεις τι είσαι και τι έχεις γύρω σου, δε θα σε νοιάζει, ρε φίλε, μια κουβέντα παραπάνω ή ο τρόπος που θα ειπωθεί, γιατί μπορείς να διαχωρίσεις την ουσία, τη βάση.

Σταματήσαμε να μιλάμε, να λέμε τι νιώθουμε όπως το νιώθουμε, αρχίσαμε να χώνουμε παντού κανόνες για πολιτικά ορθό λόγο, που εν τέλει μπορεί να είναι πιο ψεύτικος κι απ’ τον κώλο της Καρντάσιαν, που παρεμπιπτόντως έχει κερδίσει το ενδιαφέρον μου τελευταία. Σταματήσαμε την πλάκα, τον αυθορμητισμό, βάλαμε παντού ταμπέλες που γράφουν πάνω «χωρίς ταμπέλα». Μα το να λογοκρίνεις την ελευθερία για να την κάνεις «πιο ελεύθερη», καταλαβαίνεις πόσο λίγο κι ανόητο είναι;

Καταλαβαίνεις πόσο σε περιορίζεις, για να είσαι αρεστός, γλυκούλης και σωστός; Κι αν θέλουμε έναν κόσμο πραγματικά ίσο κι ελεύθερο, γιατί συνεχίζουμε να βάζουμε όρια και φραγμούς; Δε σε κάνει λιγότερο ρατσιστή το να δείχνεις ρατσισμό, για παράδειγμα, σε κάποιον ρατσιστή. Μπερδεμένο; Ίσως, μα βάση υπάρχει αν προσπαθήσεις να τη δεις. Εκεί που ίσως θέλω κι εγώ να καταλήξω είναι πως οι λέξεις είναι αυτό που είναι, δηλαδή, απλά λέξεις.

Πόσο όμορφο, πόσο ξεκούραστο κι ενδιαφέρον θα ήταν αν απλά μιλούσαμε, χωρίς πρώτα να έπρεπε να κρίνουμε και να κριθούμε εκατό φορές, αν αυτό που λέγεται είναι ορθό. Χέστηκα, ρε φίλε. Ας με πειράξει, ας πειράξει κι εσένα και τον εγωισμό όλων μας, μπας και κάποια στιγμή το ξεπεράσουμε και πάμε κι ένα βήμα παρακάτω, ένα βήμα πιο κοντά στην ελευθερία.

Μιλήστε, παιδιά, μιλήστε γιατί χανόμαστε, βουλιάζουμε σε μια σιωπή ορθού λόγου, που καταντάει απόλυτη καταπίεση. Είναι μαλακία. Αυτό θα πω, ορθά, κοφτά, όσο πιο ειλικρινά μπορώ.  Πάμε να νικήσουμε τα κόμπλεξ, να γίνουμε επιτέλους ελεύθεροι.  Για μία φορά, ολοκληρωτικά.

Συντάκτης: Γιοβάννα Κοντονικολάου
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη