Δεκατέσσερις Αυγούστου στην πιο άδεια Θεσσαλονίκη που θα μπορούσες να βρεις. Καφές στο χέρι, ανοιχτός υπολογιστής, ωραία λέω από μέσα μου, θα χαλαρώσουμε σήμερα, θα πάει η μέρα ήρεμα.

Ναι καλά. Μπαίνει μέσα μια τύπισσα, κάθεται, όλα ωραία μέχρι στιγμής, χαιρετούρες, τυπικούρες, όλο το πακέτο. Και κάπου στη μέση της συζήτησης, άρχισε η παράνοια. Αρχικά να πω πως μια τέτοια δουλειά συνήθως μας παίρνει το πολύ ένα τέταρτο και η κοπελιά -ας την πούμε Μαρία- έμεινε δύο παρά κάτι ώρες και δύο και κάτι ντεπόν. Σε όλη αυτήν την ώρα, μπήκε, βγήκε, μίλησε με τη μάνα, το γαμπρό, το θείο την πεθερά και το κέντρο δεξίωσης, μάλωσε με το γαμπρό, βγήκε για τσιγάρο, έβαλε τα κλάματα και μου ανέλυσε το πώς γίνεται το τέλειο extension.

Όταν λοιπόν προσπεράσαμε τη ζώνη των τρελών νυφών, το Μαράκι με αποχαιρέτησε κι έφυγε, αφήνοντάς μου έμπνευση, πολλά νεύρα και μια ελαφριά ημικρανία. Και τώρα ήρθε η σειρά της αρθρογράφου να δώσει νυφικές συμβουλές -shopping star style.

Φίλες μου, εσείς που ετοιμάζεστε να ντυθείτε νυφούλες στα σκαλιά της εκκλησίας υπέρλαμπρα ντυμένες στα λευκά, δεν ξέρετε πόσο πολύ δε μας νοιάζει! Δεν ενδιαφέρει όλον τον κόσμο -πιθανότατα δεν ενδιαφέρει ούτε καν τις φίλες σου- το τι ώρα θα έρθει η κομμώτρια, αν η πλεξούδα θα γέρνει δεξιά ή αριστερά, ποιο τραγούδι θα παίξει στο τρίτο βιντεάκι της δεύτερης δεξίωσης της τρίτης μέρας. Δε με νοιάζει κοπέλα μου!

Δε με νοιάζει αν έχεις άγχος ή αν έχεις μετά να πας να πάρεις το τέλειο κραγιόν και το πιο όμορφο λουλουδικό για να κρατάς στο χέρι. Πόσο εγωκεντρικές και κομπλεξικές είστε πια! Ε, ναι το ‘πα, πυροβολείστε με. Δηλαδή δε φτάνει που μια ολόκληρη μέρα, πάνω από πενήντα άτομα ασχολούνται μαζί σου όλη την καταραμένη ώρα, πρέπει να ασχολούνται και δυο μήνες πριν και δυο μήνες μετά, επειδή εσύ είσαι το κοριτσάκι του μπαμπά που έχεις φανταστεί αυτήν τη μέρα διακόσιες -και βάλε- φορές. Βαριέμαι.

Βασικά όχι, δε βαριέμαι, εξοργίζομαι. Μου σπάνε τα νεύρα, θέλω να σου χώσω μια μπάτσα και να σου πω να βγεις απ’ το μικρόκοσμό σου και να καταλάβεις πως δεν είσαι η Δούκισσα του Cambridge -και πάλι καλά, γιατί η καημένη ούτε το χέρι δεν μπορεί να του πιάσει χωρίς συμφωνία. Άλλο θέμα όμως γι’ άλλη φορά.

Έτσι λοιπόν, δε με νοιάζει καθόλου τίποτα απ’ όλα όσα μου λες, δε με νοιάζει η φρίκη σου, δε δίνω δεκάρα για τα τραγούδια ή για τις παιδικές σας μνήμες. Κι όταν πας σπιτάκι σου, να μην πρήξεις τα συκώτια όποιου καημένου τύχει και είναι στον ίδιο χώρο με σένα.

Κι επειδή σ’ έχω ικανή, βασικά είμαι σίγουρη ότι θα θιχτείς και θα αρχίσεις πάλι την γκρίνια και το κράξιμο, θα σου πω πως δεν είπα να μη χαίρεσαι που παντρεύεσαι. Και να χαρείς και να συγκινηθείς και όλα. Να μη νομίζεις ότι είσαι το κέντρο του κόσμου και πως όλοι πρέπει να ανέχονται τις υστερίες σου, αυτό λέω. Να ηρεμίσεις και να καταλάβεις πως επειδή θα φορέσεις ένα φουρό, δε θα γίνεις βασίλισσα του πλανήτη.

Άλλη είναι η ουσία, φίλη νύφη. Εγώ θα ΄λεγα να ρωτήσεις το γαμπρό. Γιατί αφού κάθεται και τον πρήζεις όλη μέρα στο τηλέφωνο και το υπομένει χωρίς να λέει κουβέντα, αφού δέχεται να μην ασχοληθεί κανένας μαζί του -γιατί εσύ θα είσαι μια κινούμενη τούρτα με γκλίτερ και δαντέλα, αφού θέλει να περάσει όλο αυτό το μαρτύριο της κούρασης και των πεταμένων χρημάτων και σ’ αφήνει να ζητάς και να παίρνεις κάθε εξωφρενική μαλακία, μάλλον κάτι ξέρει παραπάνω. Ή μάλλον, κάτι θυμάται που εσύ ξέχασες.

Κατά τ’ άλλα καλά στέφανα και καλά μυαλά!
Κυρίως το δεύτερο.

Συντάκτης: Γιοβάννα Κοντονικολάου