Το «τέλος», σαν έννοια και μόνο, είναι μια κατάσταση που αφορά κυρίως το μυαλό. Είναι δηλαδή, μια συνειδητή κατάσταση στην οποία έρχεται ο εγκέφαλος κι η λογική σου και σου λένε πως αυτό που μέχρι τώρα είχε συνέχεια, τώρα για κάποιο λόγο, δεν έχει πια. Οπότε αν θες τη γνώμη μου, το τέλος δεν έχει φυσική υπόσταση, δεν είναι, δηλαδή, έννοια ορισμένη, είναι κυρίως θέμα επιλογής.

Και θα υποστηρίξω αμέσως τα λεγόμενά μου, λέγοντας το πολύ απλό: Τίποτα στη φύση δεν έχει τέλος. Όλα είναι ένας αιώνιος κύκλος ζωής, όπου τα πάντα ανακυκλώνονται και παθαίνουν κάτι σαν επαναφορά, ως κάτι άλλο. Υπάρχει ροή ενέργειας,  μετατροπή της από μια μορφή σε μια άλλη, ακόμα κι αν όλα φαινομενικά είναι ακίνητα, υπάρχει μια διαρκής κίνηση στο σύμπαν, μια διαρκής ροή πραγμάτων που δε σταματάει ποτέ, που αν ποτέ σταματήσει, θα σημαίνει και το τέλος του κόσμου.

Εντάξει, το έχω φτάσει πολύ μακριά, το ξέρω, αλλά νομίζω πιάνεις την ουσία. Υπάρχει κι αυτή η τηλεόραση. Και μιλάω για τους ανθρώπους που αδυνατούν να βάλουν τέλος στα πράγματα. Εκείνοι που μπορεί να προτιμήσουν το μαχαίρι στο λαιμό, από μια πραγματική απόφαση. Που αφήνουν πάντα μια τελευταία μπουκιά στο πιάτο, ασχέτως το τι έχουν καταβροχθίσει προηγουμένως, γιατί πολύ απλά το πιάτο δε γίνεται να είναι άδειο.

Είναι οι ίδιοι άνθρωποι που χωρίζουν και τα φτιάχνουν με τον ίδιο άνθρωπο περισσότερες φορές κι απ’ τα επεισόδια της «Λάμψης». Που δεν μπορούν να πουν τη λέξη «τέλος», δεν υπάρχει καν στο λεξιλόγιό τους. Που τους φέρνει δυσφορία μόνο η ιδέα πως κάτι θα τελειώσει, ακόμα κι αν πρόκειται για ταινία. Είναι οι ίδιοι άνθρωποι που όταν τελειώνουν ένα βιβλίο, πέφτουν σε κατάθλιψη κι αργούν πολύ να συνδεθούν με κάποιο καινούριο για να ξεκινήσουν και πάλι την ανάγνωση. Τρελό; Κι όμως αληθινό.

Δεν είναι όλοι οι άνθρωποι αποφασιστικοί, μάλιστα, υπάρχουν κι αυτοί που είναι επιλεκτικά αναποφάσιστοι. Και δεν ειρωνεύομαι, μιλάω απόλυτα σοβαρά. Είναι δύσκολο να βάζεις τέλη, γιατί θέλει θράσος. Υπάρχει αυτή η πολύ λεπτή γραμμή στο τέλος, που σου λέει πως πρέπει να αποφασίσεις, χωρίς να είσαι απόλυτα σίγουρος.

Γιατί, κακά τα ψέματα, ποτέ δεν είσαι απόλυτα σίγουρος για κάτι, μέχρι να πάρεις την απόφαση. Και τα τέλη, γενικά, φαντάζουν πάντα οριστικά, μεγάλα, σοβαρά, χωρίς επιστροφή. Οπότε γιατί να θέλεις να βρεθείς σε αυτό το τριπάκι. Είναι πιο εύκολο αν απλά βάζεις τη φάση σε αναμονή και περιμένεις κάποιον άλλον να βγάλει το φίδι απ’ την τρύπα.

Εύκολο και δύσκολο μαζί. Γιατί το να αδυνατείς να δώσεις τέλος στα πράγματα, δε σημαίνει ότι βαθιά μέσα σου δεν το θέλεις διακαώς. Ότι δε νιώθεις την ανάγκη να γίνεις κι εσύ θρασύς, σκληρός, ότι θέλεις να πεις «τέλος» ακόμα κι αν είναι λάθος, ακόμα κι αν πληγώσεις πολλούς κι εσένα τον ίδιο. Δε σημαίνει πως δεν αναγνωρίζεις μια αδυναμία στην κατάσταση, μια αναβολή στα πράγματα, μήπως και φτιάξουν από μόνα τους. Δε θα γίνει όμως.

Δεν πειράζει, υπάρχει όπως είπαμε, κι αυτή η τηλεόραση. Μπορεί μερικές φορές να γίνονται ανυπόφοροι αυτοί οι άνθρωποι, να είναι κουραστικοί, να φαίνονται ακόμα και δειλοί. Μα αυτό δε σημαίνει πως δεν υπάρχει λογική πίσω απ’ τη συμπεριφορά τους, πως δεν υπάρχει λόγος για τον οποίο γίνονται τα πράγματα. Μπορεί να είναι όντως ότι δεν είναι στη φύση μας να καταλαβαίνουμε και να δεχόμαστε ένα τέλος, μπορεί απλά να είναι πείσμα, μπορεί να μην έχει καν λογική εξήγηση. Ακόμα κι έτσι, αν είναι να μπει ένα τέλος, αξίζει να μπει μόνο επειδή το θέλεις, κι όχι επειδή κάποιος κάποτε σου είπε ότι πρέπει. Εκτός κι αν μιλάμε για σοκολάτα. Εκεί όποιος βάζει τέλος, απλά δεν ξέρει να ζει.

Συντάκτης: Γιοβάννα Κοντονικολάου
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη