Υπάρχει μια θεωρία για τη ζωή που υποστηρίζει πως τίποτα στον πλανήτη δεν είναι απόλυτα και ξεκάθαρα ένα πράγμα. Ότι δηλαδή, κάθε έννοια, κάθε υποκείμενο ή αντικείμενο είναι το αποτέλεσμα πολλών διαφορετικών ζεύξεων που έτυχε να σχηματίσουν κάτι. Με δυο λόγια, καθετί είναι λίγο απ’ όλα.

Πάνω σε αυτή τη θεωρία, λοιπόν, θέλω να πατήσω και να πω πως πιο σωστό παράδειγμα απ’ τη μουσική δεν υπάρχει για να την επιβεβαιώσει. Γιατί η μουσική κρύβει μέσα της εκατό διαφορετικές αισθήσεις, θρησκείες, πολιτισμούς. Εκπέμπει ταυτόχρονα τόσα συναισθήματα, είναι γλυκιά και σκληρή μαζί, είναι πολύπλευρη και περίεργη. Και προφανώς διαθέσιμη σε όλες της τις μορφές, σε αυτόν που θέλει πραγματικά να τη γνωρίσει.

Μα υπάρχει αυτή η κατηγορία ανθρώπων, οι ελαφρώς ρατσιστές, θα μπορούσα να πω -με φόβο ψυχής μη χαρακτηριστώ κι εγώ με τη σειρά μου- που ακούνε ένα και μοναδικό είδος μουσικής με πάθος, υποτιμώντας τόσο ξεκάθαρα όλα τα υπόλοιπα. Έχεις ακούσει χεβιμεταλά να μιλάει για σκυλάδικα; Καλύτερα βαλ’ τον τιμωρία στη γωνία με το ένα πόδι όρθιο. Και το πιο περίεργο πράγμα σε αυτήν την κατηγορία ανθρώπων είναι το πόσο παθιάζονται με το να κατηγορούν κάθε άλλο είδος μουσικής που δεν είναι η συγκεκριμένη που προτιμούν.

Χρησιμοποιείται μάλιστα ευρέως ο όρος «ποιοτική μουσική», όπου ποιοτική βάζε κάθε φορά το ανάλογο είδος που αρέσει σε αυτόν που το λέει. Άρα ή δεν υπάρχει καθόλου ποιοτική μουσική, ή όλοι λένε πίπες και κάθε μουσική που παράγεται είναι ποιοτική εφόσον έχει κάτι να πει. Κι όταν λέμε, έχει κάτι να πει, δεν εννοούμε απαραίτητα να προβληματίσει βαθιά ή να σε κάνει να πάθεις κατάθλιψη. Ποιοτική μουσική μπορεί να είναι και το τραγούδι της Μπάρμπι που θα κάνει ένα τρίχρονο κορίτσι να διασκεδάσει με την ψυχή του.

Μάθαμε όλοι να το παίζουμε ψαγμένοι καλλιτέχνες με άποψη για τα πάντα, η μισή Ελλάδα είναι  Dj που αρνείται να παίζει κομμάτια που θεωρεί σκουπίδια ή μη ποιοτικά. Όσο πιο πολύ τη γράφω τη λέξη τόσο πιο αστεία μου φαίνεται.  Και δεν ξέρω αν είναι πείσμα, γιατί προσωπικά ας πούμε Παντελίδη δε θα βάλω να ακούσω στο σπίτι μου, αλλά όταν είμαι σε κανένα μαγαζί και ζητήσουν απ’ τον Dj κλασική ελληνική διασκεδαστική μουσική και σηκώνει το μπλαζέ το φρύδι λέγοντας «Εγώ Παντελίδη δεν παίζω, κοπελιά» μου έρχεται να πάω και να το βάλω μόνη μου.

Γιατί, ρε φίλε, να σου πω κάτι; Ο Παντελίδης και ο κάθε Παντελίδης, αγγίζει κόσμο, έχει καταφέρει να επηρεάσει κάποιον, που ακόμα κι αν αυτός ο κάποιος δεν είσαι εσύ, οφείλεις να το σεβαστείς και να μην το μειώνεις. Για να μη μιλήσω για την γελοιότητα της λέξης «έντεχνο». Ότι τι δηλαδή, όλες οι υπόλοιπες μουσικές είναι άτεχνες; Τι πάει να πει έντεχνο είδος μουσικής; Δεν ξέρω αν εγώ είμαι κατωτέρου επιπέδου και δεν μπορώ να το αντιληφθώ, αλλά στα μάτια μου όλο αυτό φαίνεται τόσο ταμπελοφορεμένο και στερεοτυπικό που αγγίζει τα όρια του ρατσισμού.

Γιατί προφανώς και δεν μπορείς να επέμβεις στο προσωπικό γούστο του καθενός ούτε είναι υποχρεωμένος κανείς να ακούει όλα τα είδη μουσικής. Αυτό που οφείλει όμως να κάνει, είναι να αντιμετωπίζει τη δυσαρέσκειά του με ευγένεια, γιατί είναι κάποιου άλλου η αρέσκεια. Και πού ξέρεις, πριν βιαστείς να αποκλίσεις ένα είδος μουσικής, δώσε του πρώτα μια ευκαιρία. Πού ξέρεις, μπορεί τελικά ο Παντελίδης, να χωράει στη δισκοθήκη του χεβιμεταλά. Γιατί αυτό είναι το γαμάτο με τη μουσική. Δεν έχει σύνορα και δεν κάνει διακρίσεις. Ας την κρατήσουμε έτσι.

Συντάκτης: Γιοβάννα Κοντονικολάου
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη