Θα τους δεις να περπατούν νύχτα με το παλτό τους ξεκούμπωτο ή στο χέρι, Δεκέμβρη μήνα με βροχή. Θα τους δεις να τρώνε στα οικογενειακά τραπέζια, όντες κι απόντες, μη έχοντας ποτέ κάτι ουσιαστικό να πουν, χωρίς να εμπλακούν σε τίποτα. Στη δουλειά τους μπορεί να είναι οι καλύτεροι, μπορεί και να το ξέρουν αυτό, να το καμαρώνουν.

Κάποιος τους πλήγωσε, κάποιον πλήγωσαν ακόμα περισσότερο, του τσάκισαν την καρδιά και το χάρηκαν, όπως κι όταν τσακίστηκε η δική τους κι άφησε πίσω της λακκούβες. Μα πιο πολύ, αφέθηκαν σε έναν έρωτα κι εκείνος τους άλλαξε, τους έκανε μισούς κι ολόκληρους και μετά αφαίρεσε κάτι στο ταμείο.

Τους κάτσιασαν τα πολλά τα χέρια, τους έγδαραν με το τραχύ τους δέρμα, τα δάχτυλά τους έχουν αφήσει στο σώμα τους σημάδια. Κι αυτοί εκεί. Απτόητοι, γενναίοι, αντί να κλείνονται σε σταθερές, αντί να προστατεύονται, αφήνονταν ακόμα περισσότερο. Αν είναι να πνιγείς, καλύτερα να είναι από ένα χέρι που θα σε πιάσει δυνατά, παρά από τον εαυτό σου.

Κι εκείνοι έμειναν να απολαύσουν το νερό, γιατί είχαν φύγει τόσες φορές στο παρελθόν που πια ήταν τροπή να μη ζήσουν κι αυτοί το Βατερλό τους σαν άλλοι ανόητοι Ναπολέοντες. Έμειναν γιατί κατάλαβαν πως όταν ερωτεύεσαι, δεν μπορείς ποτέ πραγματικά να φύγεις. Όταν έχεις γίνει ο άλλος, όταν έχεις υπάρξει η σκέψη του, οι συνειρμοί του, όταν συγχρονίζεται η γλώσσα και ο ρυθμός των λέξεων, πώς να ξαναγίνεις εσύ;

Πώς γίνεται, πώς είναι δυνατόν να χάνεσαι, να εξαφανίζεσαι μέσα σε κάποιον και να είναι αυτό το «θέλω» σου; «Πώς γίνεται να μη χάνεσαι;», σου απαντούν και ξαναπέφτουν με τα μούτρα στον καφέ τους, στο τσιγάρο τους, σε όλες τις εξαρτήσεις που τους έφεραν οι άνθρωποι λίγο πριν φύγουν. Ερωτεύτηκαν πραγματικά κι ας μην είχαν ιδέα τι σήμαινε αυτό. Τα συγχώρησαν όλα, δεν μπόρεσαν καν να κρατήσουν κακίες, μίσος,  δεν άφησαν σταγόνα αξιοπρέπειας στη θέση της, τα έκαψαν όλα για μία ακόμα μέρα.

Χάθηκαν στους έρωτες, παραδόθηκαν χωρίς να φωνάξουν, χωρίς να δώσουν μάχη. Παραδόθηκαν, γιατί αν αξίζει ένα πράγμα να πεθάνεις γι΄αυτό, αν υπάρχει μία δύναμη να παραδοθείς, τότε τι θα μπορούσε να είναι μεγαλύτερο; Πιο ουσιαστικό; Αν είναι να πεθάνεις, να χαθείς, δεν έχουν αξία τα χρήματα, τα χρώματα και οι θεοί, δεν υπάρχει εκεί κι εδώ, ανατολή και δύση. Αν είναι να πεθάνεις, να είναι για άνθρωπο, για σάρκα και ψυχή.

Γι’ αυτό κι αυτοί παραδίνονται και γελούν, με μια υστερική χαρά αυτοκαταστροφής, ένα ντελίριο αισθήσεων που θα γίνουν αργότερα θρύψαλα. «Και τι πειράζει;», λένε και γελούν ξανά, γιατί η καταστροφή μπορεί και να είναι όμορφη, αν τη γουστάρεις πραγματικά.

Αν δεν καίει το αλάτι το κορμί σου, σημαίνει πως δεν έχεις πέσει όσο θα έπρεπε. Όσο θα άξιζε να πέσεις για να μπορείς μετά να πεις ότι ξέρεις τον πόνο σου. Είναι ο πόνος σου, διάολε, απόλαυσέ τον. Δες τους που παίζουν μαζί του και τον ξεγελούν. Αν δεν αγαπάς αυτό που βγαίνει από μέσα σου, ποτέ δε θα είσαι ευτυχισμένος. Κι ο πόνος σου, είναι δικός σου, κομμάτι σου κι αυτοί οι άνθρωποι το ξέρουν.

Θα το δεις στα μάτια τους, όταν θα τους ρωτήσεις κάτι περί έρωτος κι εκείνοι θα γελάσουν. Βιβλία μπορούν να γράψουν, λέξεις και σελίδες λέξεων, να ορίζουν θέματα και κατηγορίες σαν άλλοι ειδικοί. Μα αυτοί, θα γελάσουν. Τόσο απλά. Κι αφού χορτάσουν, θα σου πουν να πέσεις με τα μούτρα στο γκρεμό, να απλώσεις χέρι στα θηρία, να μπεις στη μάχη κι εσύ σαν ανόητος, να κάνεις λάθη.

Γιατί αν έμαθαν κάτι, είναι πως ο έρωτας, με τόσα λάθη στη ραχοκοκαλιά του, τα έχει, γαμώτο, όλα σωστά.

Συντάκτης: Γιοβάννα Κοντονικολάου