Αν κάτι κρατάω από μας, τότε η σκέψη μου γεμίζει με καβγάδες. Με νεύρα που πάντα έφταναν στα άκρα. Έτσι είμαστε εμείς, πάντα αυτό έλεγες κι εγώ συμφωνούσα. Έτσι κάνουμε .

Έτσι κάναμε λοιπόν και με πείσμα κι ένταση πέφταμε στο ένα λάθος μετά το άλλο. Πόσες φορές ήθελα να σε κλειδώσω έξω απ’ τη ζωή μου, μακριά απ’ το σπίτι μου, πόσες φορές ήθελα να σου πω να πας στο διάολο. Πόσες οι φορές που όντως το έκανα. Πόσες γαμημένες φορές σκέφτηκα ότι χωρίς εσένα όλα θα ήταν πιο εύκολα.

Θα ήμουν πιο ήρεμη, θα ήξερα πού πηγαίνω, τι σκατά μου συμβαίνει. Πόσο πιο εύκολο θα ήταν αν δεν ήσουν σημαντικός, αν δεν ήσουν το Α και το Ω στην καθημερινότητά μου, αν δεν ήσουν η ίδια μου η καθημερινότητα. Πολλές φορές μου φαίνεται αστείο το πόσο γαμημένα εξαρτημένος μπορεί να υπάρξει ένας άνθρωπος από κάποιον άλλον. Πώς δένεται πάνω του και πίσω του σαν σκυλί, πώς τον ακολουθεί σε κάθε του ανάσα, σε κάθε του λέξη, πώς ζει μετά από ‘κείνον και πεθαίνει μακριά του.

Πώς γίνεται, ρε φίλε, να πεθαίνει ένας άνθρωπος χωρίς κάποιον άλλον; Τέτοια σκέφτομαι σε στιγμιαίες διαύγειες λογικής που μου χτυπάνε την πόρτα, μετά τις δώδεκα συνήθως, κι όταν εσύ δεν έχεις χώρο. Όλοι ζουν χωρίς τον άλλον, τον όποιο, δεν πεθαίνεις χωρίς έρωτα. Απλά κανένας δε σου έχει πει πως χωρίς να πεθαίνεις, εν τέλει δεν καταφέρνεις να ζήσεις. Ζεις χωρίς να ζήσεις, νιώθεις χωρίς δέρμα, αναπνέεις χωρίς μύτη. Είσαι λίγος χωρίς τον έρωτα κι ας είναι το πιο μαλακισμένο συναίσθημα.

Έτσι λοιπόν καταλήγω με τον εαυτό μου, όταν σκέφτομαι πως θέλω να την κάνω. Μπαίνει ο έρωτας στη μέση και με κοροϊδεύει πραγματικά για την υπεροψία μου. «Ποια είσαι κοπελιά πού θα φύγεις, να πας πού; Να κάνεις ποιο σωστό και σε ποιον να το δείξεις;». Ξέρει ο έρωτας πότε να σου τη σκάσει την ερώτηση. Πέφτει πάντα στην αμφιβολία εκεί που νομίζεις πως τελείωσες, πως ξέμεινες, πως πρέπει όλα να πάνε να γαμηθούν. Κάπου εκεί, πάντα το βουλώνω. Και ξέρεις γιατί;

Γιατί, γαμώτο σου, όλα μου τα λάθη, τις πιο χοντρές μου μαλακίες, τις πιο αστείες φρίκες που έχω περάσει ποτέ ή που πρόκειται να περάσω, δεν τις διανοούμαι απλά χωρίς να υπάρχεις κάπου να τις ζήσεις μαζί μου. Κάθε μου δυνατή φωνή, δε θα έφτανε ποτέ απέναντι, αν δεν ήσουν κάπου εκεί για να χτυπήσει. Κάθε μας ηλίθια απόφαση, είναι απλά πιο εύκολη όταν παίρνεται από κοινού.

Και δε μιλάω για τις φορές που κάνουμε συμβούλιο για να βγει το πόρισμα και τελικά το μόνο που μας βγαίνει είναι η ψυχή. Μιλάω για εκείνες τις αποφάσεις που χωρίς να το έχεις καν αντιληφθεί, είναι ήδη κοινές. Κι εγώ ξέρω τι θέλω, το έχω αποφασίσει, το ξέρω κι όταν δεν το παραδέχομαι καν.

Το ξέρω πως εσύ είσαι, ρε βλαμμένο, αυτό που θέλω, αυτό που δε θέλω, αυτό που αγαπώ όσο τη ζωή μου και το σιχαίνομαι ταυτόχρονα. Εσύ είσαι η φάτσα που θέλω όταν ξυπνάω δίπλα μου, όταν μαλώνω και θέλω ισχυρό αντίπαλο για να έχει αξία, όταν ονειρεύομαι και θέλω ισχυρό σύμμαχο για να έχει σημασία.

Εσύ είσαι, βλαμμένο, το πιο σωστό μου λάθος, αυτό που θα μετανιώνω κάθε μέρα που δεν έκανα νωρίτερα. Αυτό που όταν όλοι θα το παρατούσαν εμείς επιμείναμε για να μπορούμε τώρα να το λέμε και να το ξέρουμε, πως αντέχουμε ο ένας τον άλλον.

Κι αν έρθουν κι άλλα λάθη, πολλά, μικρά, μεγάλα, αδιόρθωτα ή όχι, αν δεν είναι δικά μας δεν τα θέλω. Ας είσαι εσύ το λάθος μου κι ας μη σταματήσω ποτέ να το κάνω. Άλλωστε η ζωή είναι ένα τίποτα αν δεν αμαρτήσεις λίγο.

Συντάκτης: Γιοβάννα Κοντονικολάου
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη