Ο άνθρωπος έχει την ικανότητα –λόγω του ενστίκτου- όπως όλα τα ζώα, να αντιλαμβάνεται τον κίνδυνο και να προσπαθεί να τον αποφύγει ή να τον προλάβει για να μπορέσει να επιβιώσει. Έτσι και η μάνα μου, μια μέρα που καθόμασταν ήσυχα στο μπαλκόνι συζητώντας την επικαιρότητα, γύρισε και είπε στον μπαμπά μου όλο αγωνία:

«Να πάρουμε τέσσερα σωσίβια Μανώλη, να τα χώσουμε στο πατάρι. Ποτέ δεν ξέρεις.»

Αυτό το ποτέ δεν ξέρεις, κάπως ακούστηκε στ’ αυτιά μου και πείστηκα κι εγώ πως πρέπει να πάρουμε τα σωσίβια κι έναν αδιάβροχο φακό ίσως, έναν ακόμα πυροσβεστήρα, έτσι να βρίσκεται. Μια ατελείωτη λίστα με πράγματα άρχισε να κατεβαίνει στο σκληρό δίσκο, μέχρι που με έπιασε ταχυκαρδία και βγήκα να κάνω ένα τσιγάρο να αυθυποβληθώ με τη νικοτίνη μου.

Όντως ποτέ δεν ξέρεις. Δεν ξέρεις τι μπορεί να γίνει, πώς από τη μια στιγμή στην άλλη μπορείς να τα χάσεις ή να τα κερδίσεις όλα, πώς τη μια στιγμή αναπνέεις και την άλλη βρίσκεσαι στο όριο της ζωής, να παλεύεις για να την κρατήσεις. Κι ο φόβος τότε, θα βρίσκεται εκεί, να σε καλύψει σαν ζεστή κουβερτούλα μέχρι να σε πνίξει από τη θερμοπληξία.

Κι εγώ φοβάμαι. Φοβάμαι κάθε μέρα, κι όσο μεγαλώνω όλο και περισσότερο, για όλο και πιο πολλά. Φοβάμαι το θόρυβο που κάνουν οι μαύρες σκληρές δερμάτινες αρβύλες. Φοβάμαι τη σιωπή σε ένα πολυσύχναστο δρόμο. Φοβάμαι τα κατεβασμένα κεφάλια των περαστικών. Φοβάμαι τις φωνές του μίσους που λένε πως η αγάπη έχει φύλο και θρησκεία.

Φοβάμαι το σκοτάδι και την κίτρινη λάμπα που τρεμοπαίζει στη γωνία του δρόμου. Φοβάμαι εκείνο το τεράστιο δέντρο απέναντι από το σπίτι μου που μέρα με τη μέρα μαραζώνει. Φοβάμαι τα άδεια μου μηνύματα, φοβάμαι όταν το τηλέφωνο χτυπάει. Φοβάμαι όταν συνηθίζω, φοβάμαι όταν αλλάζω. Φοβάμαι σε κάθε μου «γιατί».

Φοβάμαι το φόβο, την ελπίδα, το χθες, το σήμερα, τη ζωή, τον έρωτα, τις κοφτές ανάσες, τα μεγάλα λόγια, τις φωνές, τη βία, την σιωπή, τα ύψη, εμένα, εσένα, το μαζί, την ελπίδα. Φοβάμαι την ελπίδα. Φοβάμαι, γιατί ποτέ κανένας δε μου έμαθε να βάζω άλλο ρήμα μπροστά από τις λέξεις.

Όπως κι εσύ. Όπως και όλοι που βλέπουμε τον αέρα να φυσάει και κοιτάμε έξω από τα παράθυρα μήπως υπάρχει κάπου καπνός, ή βρέχει και σκανάρουμε τον ουρανό για το πόσο νερό θα κατεβάσει. Ξυπνάς και κοιμάσαι με την αγωνία, μ’ αυτό τον καταραμένο κόμπο στο λαρύγγι που δε σ’ αφήνει να μιλήσεις.

Είμαστε εμείς κι ο κόσμος γύρω μας ο μπαμπούλας, εχθρός κι όχι φίλος, να παλεύουμε να τον προλάβουμε πριν χτυπήσει το απρόβλεπτο τη δική μας πόρτα. Κι όταν χτυπήσει του διπλανού, γιατί θα χτυπήσει, μένουμε βουβοί και μαγκωμένοι με δάκρυα στα μάτια και βουλωμένα στόματα.

Κάποιος κάποτε, σοφός πολύ, είπε πως αυτό που κάνει τον κόσμο να κινείται, είναι ο φόβος. Αυτό όμως που δεν είπε, είναι ότι αν σταματήσει, θα βρεθεί κάτι άλλο που θα μπορέσει και πάλι να τον φέρει μια στροφή. Κι ίσως αυτό το κάτι άλλο, να σε κάνει να κοιμάσαι λίγο πιο εύκολα τα βράδια. Να, θα κάνω εγώ την αρχή, θα βάλω άλλο ρήμα.

Θα πω, ανήκω. Πρώτα στον εαυτό μου και μετά σε σένα που τώρα διαβάζεις. Αν ανήκεις, δεν είσαι μόνος. Κι όταν δεν είσαι μόνος, ο φόβος δεν έχει πια δύναμη. Θα βρούμε μια άλλη. Μαζί.

Συντάκτης: Γιοβάννα Κοντονικολάου