Η πρώτη μέρα στη δουλειά σου, στην πρώτη δουλειά που θα αποφασίσεις να έχεις ή που θα σου κάτσει, είναι λίγο σαν την πρώτη μέρα στο σχολείο. Είσαι το ίδιο ψαρωμένος, δεν ξέρεις ψυχή εκεί μέσα κι όλοι οι υπόλοιποι, εκτός από σένα, φαίνεται να ξέρουν ακριβώς τι πρέπει να κάνουν, τη θέση ή το γραφείο τους. Εσύ απλά στέκεσαι, σαν τον καλόγερο και περιμένεις πότε κάποιος ευγενικός κύριος ή κυρία, θα σου πει τι σκατά να πας να κάνεις για να μη φαίνεσαι σαν τη μύγα μέσα στο γάλα.

Οι αναλογίες είναι ξεκάθαρες απ’ την αρχή. Διευθυντής, υποδιευθυντής –συνήθως χειρότερος από τον από πάνω– προϊστάμενοι, δηλαδή, δάσκαλοι και καθηγητές και μετά, η παραγωγή. Ένα μάτσο άνθρωποι, διαφορετικοί, με τα δικά του ο καθένας, που είναι ολόκληρη η ζωή, το χρώμα που λείπει, η φασαρία, το αλάτι, που λένε.

Το θέμα είναι ποια είναι η δική σου στάση απέναντι σε όλο αυτό. Γιατί καλώς η κακώς, όταν πιάνεις την πρώτη σου δουλειά, σταματάει για λίγο να κινείται ο πλανήτης. Δεν υπάρχει και πολύ ο έξω κόσμος, ειδικά αν είναι και καμιά δουλειά που απαιτεί τη συγκέντρωση και την προσοχή σου.

Όπως ακριβώς και το σχολείο. Υπάρχει ζωή έξω απ’ το σχολείο όταν είσαι μαθητής; Τρως το οχτάωρο στη μάπα, γυρνάς σπίτι, σαν όρθιο ζόμπι με μια τεράστια υπερπληροφόρηση να σου τρώει το μυαλό και το μόνο που σκέφτεσαι είναι πότε θα φας και θα λιώσεις στην τηλεόραση. Με τον ίδιο ακριβώς τρόπο, αφού έχεις βέβαια περάσει τη φάση του φοιτητή, που ξέχασες τι σημαίνει κούραση και μέτρο, πρέπει και πάλι να μπεις σε έναν τέτοιο ρυθμό. Ζόρι.

Εκεί είναι το δυσκολάκι. Στο ότι έχει υπάρξει μια τεράστια αναδιάρθρωση στη ζωή σου, απ’ το σχολείο μέχρι και την πρώτη σου δουλειά, που ονομάζεται φοιτητική ζωή.  Τα ‘χεις φέρει όλα τούμπα σε πέντε χρονάκια, έχεις κάνει όποια μαλακιά θεωρούσες ότι αξίζει να συμβεί, δεν έδινες λογαριασμό σε κανέναν κι ουσιαστικά, έβγαζες το άχτι της καταπίεσης του σχολείου, με τα λεφτά των γονιών σου, φυσικά. Μετά τελείωσε όμως το παραμύθι, ωραίο παραμύθι ωστόσο, στρώθηκες, σοβαρεύτηκες, είπες να μπεις στην παραγωγή. Με τον όποιο τρόπο.

Κι εκεί πια, παθαίνεις το πολιτισμικό σοκ. Γιατί μπαίνεις και πάλι σε πρόγραμμα. Ξύπνημα, οχτάωρο, επανάληψη. Και το πιο αστείο είναι πως δεν μπορείς, από ένα σημείο και μετά, να μιλήσεις για τίποτα άλλο πέρα απ’ τη δουλειά σου. Όπου σταθείς κι όπου βρεθείς, θα είναι το μόνο που έχεις να απαντήσεις για τα νέα σου, ακόμα κι αν έχεις κερδίσει σε παγκόσμιο διαγωνισμό ορθογραφίας, στο μεταξύ. Είπα κάτι πολύ ακραίο, ήταν για να φτιάξω επιχείρημα, το προσπερνάμε. Λίγο σε τρώει, όμορφα κι άσχημα μαζί, σε καταπίνει επειδή είναι πολύ μεγάλο και πολύ διαφορετικό απ’ τη μέχρι τώρα ρουτίνα σου.

Γιατί και στο σχολείο, ο ίδιος χαβάς. Λες και δεν υπήρχε κόσμος έξω απ’ την πόρτα του, έβλεπες παντού την τάξη και τους συμμαθητές σου και δεν εννοώ στο δρόμο. Ήταν στο μυαλό σου, στις εικόνες που σου έρχονταν όταν ήσουν αφηρημένος, όταν σκεφτόσουν τη μέρα σου.

Και ξέρεις κάτι, όπως και το σχολείο, έτσι κι η δουλειά, ειδικά η πρώτη σου δουλειά, είναι μεγάλο «σχολείο». Δεν είναι τυχαίος κι ο παραλληλισμός, άλλωστε, όταν κάτι σου διδάσκει τόσα πολλά, όταν σε αλλάζει, σε θεραπεύει, σε στρώνει, γιατί όχι. Όταν κάτι είναι τόσο σημαντικό κομμάτι στη ζωή σου, που καλώς η κακώς γίνεται η ίδια η ζωή σου στο τέλος. Κι όσο δεν ξεχνάμε τους ανθρώπους γύρω από αυτή, δεν ξέρω γιατί να είναι και κακό στην τελική.

Άλλωστε, ποιος δε θα ήθελε άλλη μια ξέγνοιαστη μέρα στα θρανία; Όχι με διαγώνισμα τριμήνου να σε περιμένει, μα με κενό την πρώτη ώρα. Ψήθηκες.

Συντάκτης: Γιοβάννα Κοντονικολάου