Καλωσήρθες ξένε.

Από που ήρθες; Ποιες θάλασσες σε ταξίδεψαν για να σε φέρουν εδώ; Ήταν μακρύ το ταξίδι σου;

Νομίζω κάπου σε έχω ξαναδεί. Ίσως και να σε ήξερα από πάντα, μα η μνήμη άφησε την ανάμνησή σου να ξεθωριάσει.

Σα γράμμα που ξεθώριασε το μελάνι, μα οι λέξεις έμειναν χαραγμένες με αχνές γραμμές στο κίτρινο χαρτί.

Είσαι όμορφος; Δε θυμάμαι. Σίγουρα είσαι, γιατί ξύπνησα με ένα χαμόγελο να με ζεσταίνει.

Σε περίμενα ξέρεις. Όλα αυτά τα βράδια κοιμόμουν με την ελπίδα να σε γνωρίσω.

Αν ήσουν μουσική, θα ήσουν η μελαγχολία από ένα σαντούρι που κλαίει για χαμένες πατρίδες.

Η φιγούρα σου είναι θολή μα ταυτόχρονα απόλυτα διαυγής. Είναι τα όνειρα που μπερδεύουν τις υποστάσεις, μα σου αφήνουν μια αίσθηση πως έζησες κάτι ολοκληρωτικά.

Κι εσύ ήρθες τόσο απρόσμενα, παράξενε ξένε, για να μου φέρεις μουσική στον ύπνο μου.

Μπορεί να σε έχω δει στον δρόμο και να σε προσπέρασα βιαστικά, μπορεί και να σε κοίταξα φευγαλέα. Εσύ όμως το κατάλαβες πως σε χρειαζόμουν και ήρθες για να με ζεστάνεις κάτω από το κρύο μου πάπλωμα.

Πες μου για σένα. Θέλω να μάθω, διψάω για το χρώμα των ματιών σου. Είναι όμορφα εκεί που μένεις; Γελάνε τα παιδιά;

Εδώ είναι κόλαση ξέρεις. Σκυφτοί άνθρωποι, χαμένες μέρες, αγάπη μισή και λίγη. Δεν χαμογελάει κανένας, μάλλον απαγορεύεται μέσα σε τόσο τσιμέντο.

Μου λείπει η αγάπη. Γι’ αυτό την ονειρεύομαι όταν κοιμάμαι μόνη.

Απόψε αυτό που μου έλειπε, πήρε τη μορφή σου. Έχεις όνομα; Θα σε βαφτίσω αγάπη.

Μόνο έτσι θέλω να έρχεσαι και να με βλέπεις. 

Είναι πάρα πολύ, το πολύ του κόσμου και τόσο λίγη η ευτυχία. Θα το ξέρεις άλλωστε καλά αυτό, γι αυτό και με επισκέφτηκες. 

Νομίζω πως ξάπλωσες δίπλα μου, μου χαϊδέψεις το πρόσωπο, με νανούρισες παρήγορα. 

Όνειρο ήτανε κι εσύ δεν υπήρξες. Μα μου φάνηκες τόσο αληθινός, γιατί έχω ακούσει τόσες ψεύτικες καληνύχτες στη ζωή μου.

Και τα όνειρά μου μετρούσαν αριθμούς και μέρες, είχαν μιζέρια και μοναξιά, πονούσε το σώμα μου γιατί έμενε στυφό, δύσκαμπτο σχεδόν παράλυτο.

Μα ήρθες εσύ, παράξενε ξένε και χορέψαμε, πήρες τα χέρια μου και τα τέντωσες, σα να πήγαινα να πιάσω ουρανό. 

Μάτια κλειστά και σώματα ορθάνοιχτα, έτσι πρέπει να είναι οι άνθρωποι. Κι εσύ αυτό το γνωρίζεις, γι’ αυτό και δεν μιλάς, δεν ενοχλείς τις λέξεις. 

Τα λόγια είναι η πηγή των παρεξηγήσεων και όλοι μιλάνε πάρα πολύ για να εξηγήσουν όσα μπορούν περισσότερα, καταλήγοντας να κάνουν απλά θόρυβο.

Θέλω απόψε να ξανάρθεις και να μη μιλήσουμε καθόλου.

Έλα να χορέψουμε με τον ήχο από το σαντούρι, να τεντώσουμε τα χέρια μας να φτάσουν ουρανό. Και ύστερα, να με πας εκεί που ξεκίνησες, να κολυμπήσουμε σε θάλασσες και να σκοτώσουμε τους δράκους.

Αυτοί που λένε ότι δεν υπάρχουν, ξέχασαν να ακούνε τα παιδιά, που πάντα ξέρουν καλύτερα. Μα εμείς θα ξέρουμε και θα είναι το μυστικό μας, πως μόνο η παιδική αθωότητα αγγίζει το νόημα της ζωής.

Θα κοιμηθώ απόψε και θα σε περιμένω. Έλα να με ξυπνήσεις για να ονειρευτούμε μαζί.

Θα σου έχω ένα ποτήρι νερό στο κομοδίνο και χέρια ανοιχτά, να έρθεις να κλειδώσεις τα δικά σου.

Συντάκτης: Γιοβάννα Κοντονικολάου