Να ‘ναι χειμώνας, Κυριακή μεσημέρι. Να κάνει κρύο, τόσο που να μην μπορώ να ζεσταθώ κάτω απ’ το πάπλωμα. Να σε αγγίζω με τα παγωμένα μου πόδια κι εσύ να μ’ αγαπάς τόσο, που να με αφήνεις παρ’ όλο που παγώνεις. Να μπαίνει ελάχιστο φως απ’ τα παράθυρα που πάντα προτιμάς κλειστά κι απ’ έξω να ψιθυρίζει η πόλη τα δικά της.

Να είμαι δίπλα σου, να είσαι εκεί. Να με φιλάς στο μέτωπο κι εγώ να λιώνω.

Κάπως έτσι πρέπει να είναι ο παράδεισος. Δεν ξέρω δηλαδή αν μπορώ να περιγράψω πληρέστερα μια κατάσταση απόλυτης ευτυχίας. Θυμάσαι που το λέγαμε; Που αναρωτιόμασταν, γιατί οι άνθρωποι να πολεμούν και να σκοτώνονται ενώ υπάρχει το φιλί. Γιατί να θέλουν οτιδήποτε άλλο, πέρα από αυτό. Πέρα από δυο χέρια και μια μυρωδιά που θα αναγνωρίζουν απόλυτα, που θα συνδέουν με ό,τι λέγεται αγάπη. Πώς γίνεται να είναι δυστυχισμένοι τόσοι άνθρωποι κι εμείς να είμαστε τόσο τυχεροί;

Ξέρεις, λένε, πως η αγάπη έχει πολλές μορφές, δεν είναι μία, δεν είναι σε βάθρο. Μεταμφιέζεται στο πρόσωπο που της δίνεις και περιμένει πότε κι αν θα τη βρεις. Και μπορεί πραγματικά να μη σου ταιριάζει, να είναι απλά μια αγάπη με άλλο πρόσωπο. Με άλλα χαρακτηριστικά. Να είναι ξένη για σένα, να είναι δύσκολη. Μα εμείς, κοίτα να δεις, τη βρήκαμε, τα καταφέραμε. Έχει τα δικά σου μάτια και τα δικά μου χείλη. Έχει τα χέρια σου και τα μαλλιά μου. Έχει τη μυρωδιά σου. Είναι εσύ κι εγώ.

Κι είναι τόσο όμορφη, που καμιά φορά νιώθω ένοχη που τα έχουμε καταφέρει. Πως πήγαμε κόντρα σε όλες τις προβλέψεις, σε όλες εκείνες τις συνθήκες που προσπάθησαν τόσο πολύ να μας χωρίσουν. Μου ‘χες πει ένα βράδυ πως εμείς οι δυο θα μείνουμε μαζί κι απόρησα με τη σιγουριά σου. Τώρα πια ξέρω ότι είχες δίκιο γιατί έχουμε κάνει ό,τι περνάει απ’ το χέρι μας για να καταστρέψουμε αυτό που έχουμε. Κι αυτό εκεί, ακλόνητο, λίγο μόνο έγερνε καμιά φορά για να σηκωθεί μετά πιο δυνατό πιο στιβαρό από πριν.  Σε έδιωξα και με έδιωξες τόσες φορές, μόνο για να ξαναγυρίσουμε με κατεβασμένα μούτρα και ριγμένους εγωισμούς. Πόσο ηλίθιο πράγμα ο εγωισμός, όταν σε κρατάει μακριά από αυτό που πραγματικά θέλεις.

Κι εγώ θέλω, σε θέλω ακόμα όπως την πρώτη μέρα, με ένα θέλω κατακόκκινο, πυρετώδες, με ένα θέλω απαιτητικό κι απόλυτο, γεμάτο προσδοκία. Σε θέλω τα Σάββατα το βράδυ και την Κυριακή τα χαράματα. Στη γεύση του κρασιού και της σπιτικής αποτυχημένης μακαρονάδας. Σε θέλω στον πυρετό της καθημερινότητας, στα ζόρια της δουλειάς, στην γκρίνια της κακοδιαθεσίας, τα απογεύματα με τον καφέ, σε κάθε δύση κι ανατολή του γερασμένου μας ήλιου.

Κι αν καμιά φορά φοβάμαι πως ο έρωτας περνάει, πως χάνεται απ’ το πολύ μαζί, να με σκουντάς για να θυμάμαι. Να θυμάμαι πως ο έρωτας δεν τελειώνει, εξελίσσεται κι αλλάζει, γίνεται στέρεος κι ηρεμεί, γιατί βρήκε επιτέλους μέρος για να ανθίσει. Να θυμάμαι πως εμείς δε θα το αφήσουμε, γιατί και να το αφήσουμε, θα έρθει να μας βρει εκείνο από μόνο του.

Να ‘ναι χειμώνας, Κυριακή μεσημέρι. Κάπως έτσι πρέπει να είναι ο παράδεισος. Τώρα το ξέρω.

 

Συντάκτης: Γιοβάννα Κοντονικολάου
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη