Ναι, και που λες, μακράν η πιο επίπονη εμπειρία που έχω να θυμάμαι απ’ τη ζωή μου, είναι η πρώτη φορά που αρρώστησα, όταν μπήκα στο καινούριο μου σπίτι και πια έμενα μόνη μου, χωρίς τη μάνα μου. Με πιάνεις, έτσι;

Χωρίς την μάνα σου, με πυρετό, συνάχι, βήχα και διάρροια. Που σημαίνει πως αν θέλεις σούπα, πρέπει να τη φτιάξεις μόνος σου, το οποίο με τη σειρά του προϋποθέτει να έχεις τα υλικά, εκτός κι αν μπορείς να φτιάξεις σούπα με μισοφαγωμένη πίτσα από προχθές. Αν θέλεις φάρμακα, χαρτομάντιλα, παυσίπονα κι όλα τα συναφή, πρέπει να πάρεις τον κώλο σου και να πας στο φαρμακείο, αν δεν είναι Κυριακή κι είναι τα πάντα κλειστά, οπότε πρέπει να πάρεις λεωφορείο και να ευχηθείς να έχει κάποιο ανοιχτό κοντά σε μια στάση. Με πιάνεις, έτσι; Να είσαι στο κρεβάτι του πόνου και να ξέρεις πως όσο και να γκρινιάξεις, δε θα έρθει κανένας να σε σκεπάσει ή να σου αλλάξει την μπλούζα. Κουνήσου και καν’ τα μόνος σου.

Είναι τραγική η πρώτη φορά που αρρωσταίνεις και δεν έχεις βοήθεια γιατί σου ανοίγει τα μάτια. Σου δίνει ένα πολύ γερό χαστούκι και σου ανακοινώνει πως, φιλαράκι, από ‘δω και πέρα όσα σκατά κι αν σου συμβαίνουν, πρέπει να μάθεις σιγά-σιγά να τα αντιμετωπίζεις εσύ κι όχι οι προστάτες σου. Όχι οι γονείς σου, όχι η γιαγιά σου, όχι ο Θεός. Αν δεν ενεργοποιηθείς, αν δεν μπεις σε δράση, δε θα το κάνει κανένας για σένα.

Κι αυτό είναι πράγματι ένα πολύ ισχυρό μάθημα για τον εαυτό σου. Έρχεται δηλαδή μια ηλικία, που πια έχεις μεγαλώσει και δεν είναι πλέον θεωρητικό. Αν δε δουλέψεις, δε θα φας, αν δε μαγειρέψεις, δε θα το κάνει κάποιος άλλος, αν δε βάλεις πλυντήριο, δε θα έχεις κάλτσες. Τόσο απλά. Το οποίο για την ακρίβεια, μόνο απλό δεν είναι. Και ξέρεις γιατί;

Γιατί, είμαστε φλώροι. Ναι, μάλιστα, φλώροι με κεφαλαία κιόλας. Γιατί χτυπιόμαστε απ’ τα δώδεκα -που ούτε ξέρουμε τι σημαίνει αυτονομία- πως θέλουμε να μεγαλώσουμε, πως μας αξίζει η ελευθερία μας, πως θέλουμε να γίνουμε δεκαοχτώ για να πίνουμε και να ξενυχτάμε και να μη δίνουμε λογαριασμό στους γονείς και τους «ανωτέρους» μας. Και τι κάνουμε; Γινόμαστε δεκαοχτώ, περνάμε τη φάση του ξεφαντώματος που όλα είναι όμορφα κι επαναστατικά και μετά γυρνάμε σαν κλαμένες μανόλιες πίσω στις φούστες των γονιών μας. Γι’ αυτό είμαστε φλώροι.

Γιατί δεν ξέρουμε να μένουμε μόνοι μας, δεν ξέρουμε να φροντίσουμε τον εαυτό μας, βιαζόμαστε να κατοχυρώσουμε τα δικαιώματά μας και γράφουμε στα παπάρια μας τις υποχρεώσεις που πάνε μαζί τους πακετάκι. Ωραίο να μένεις μόνος σου, μα αν δεν πληρώσεις εσύ το ρεύμα σου, απλά θα στο κόψουν. Κι αυτό είναι απλά τρομακτικό. Είναι τρομακτικό να περνάνε όλα από σένα, να είσαι εσύ υπεύθυνος για όλα σου τα λάθη, για κάθε σου αμέλεια, για την φροντίδα του εαυτού σου. Γι’ αυτό και πολλές φορές αναζητάμε την πατρική ή μητρική φιγούρα στον σύντροφό μας αργότερα, γιατί πολύ απλά δεν μπορούμε να μας φροντίσουμε. Αστείο λίγο, αλλά ειλικρινές κι ανθρώπινο.

Έτσι είναι, γιατί στην τελική ο άνθρωπος, είναι ένα ον πολύ ευάλωτο, πολύ εκτεθειμένο στις συνθήκες και τα συναισθήματα. Κι όσο κι αν θέλουμε να το παίζουμε ανεξάρτητοι κι αυτόνομοι, πάντα θα υπάρχει ένα κομμάτι μέσα μας που θα διψάει να υποταχθεί σε κάποιον άλλον, που θα θέλει να ορίζεται με τη βούλησή του. Κι αυτό είναι παραπάνω από λογικό, είναι πραγματικό.

Κι έτσι που λες, την πρώτη φορά που αρρώστησα, πέθανα απ’ το πόσο δύσκολο είναι να φροντίσεις έναν άνθρωπο, εσένα δηλαδή. Αλλά ξέρεις κάτι; Όταν εν τέλει έγινα καλά, είχα να το λέω. Πως για πρώτη φορά στη ζωή μου, έφτιαξα φιδέ και μου ξανάδωσα φωνή. Την πιάνεις τη μεταφορά, είμαι σίγουρη. Χαμογελάς ελαφρώς γιατί ξέρεις πολύ καλά τι εννοώ. Αφού όλοι μοιάζουμε, ρε φίλε. Ευάλωτοι, εκτεθειμένοι, εύθραυστοι. Μα κατά κάποιο τρόπο, πάντα δυνατοί.

Συντάκτης: Γιοβάννα Κοντονικολάου
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη