Φυσικά και είμαστε μεγάλες καρακατινάρες οι άνθρωποι, είναι στη φύση μας άλλωστε, αφού είμαστε όντα κοινωνικά, τρομάρα μας. Που σημαίνει με δυο λόγια, ότι και το κουτσομπολιό μας θα το κάνουμε, και το μυστικό μας θα θέλουμε να μάθουμε, και να δούμε και λίγο απ’ το παράθυρο κρυφά τον απέναντι, θα συμβεί βεβαίως κάποια στιγμή.

Ε ναι, λοιπόν, άνθρωποι, ήρθε η ώρα να απενοχοποιηθούμε και να φωνάξουμε όλοι μαζί με ένα στόμα και μια φωνή: «Ζήτω η κατινιά!» Ζήτω, ναι, γιατί όχι, ρε παιδιά, αφού έτσι κι αλλιώς το να είμαστε μικροαστοί κουτσομπόληδες είναι η μισή μας ζωή και βάλε. Κι εσύ που το παίζεις τώρα υπεράνω και βασιλιάς, είσαι λίγο αστείος που δεν το βλέπεις στον εαυτό σου. Που δεν το είδες την πρώτη φορά που σου γυάλισε κάποιος.

Έτσι πάει, σκέψου αρχικά το πιο απλό, το πιο συνηθισμένο, το στάνταρ πράγμα που θα ρωτήσεις τη φίλη ή το φίλο σου, ή τη μαϊμού σου, όταν δεις το γκομενάκι κι αποδεχτείς ότι σ’ αρέσει. «Τι ξέρουμε γι’ αυτόν;» Ασφαλώς και θα ρωτήσεις τι ξέρουμε γι’ αυτόν, σε καίει, θέλεις να μάθεις την πληροφορία χωρίς να χρειαστεί να ρωτήσεις την πηγή, πας προετοιμασμένος, υποψιασμένος, θέλεις να ξέρεις με τι έχεις να κάνεις.

Κι όσο περισσότερες πληροφορίες μαθαίνεις, τόσο περισσότερο εθίζεσαι σε αυτές και πλέον δε σου φτάνουν. Θέλεις περισσότερα, να ξέρεις πού συχνάζει, τι του αρέσει, κάθεσαι με τις ώρες πάνω από μια οθόνη υπολογιστή και τσεκάρεις σε τι έχει πατήσει  like, πού ήταν πέρυσι το καλοκαίρι και ποια είναι αυτή η ξανθιά καραπουτανάρα που τον αγκαλιάζει, τέλος πάντων; Δε μαθαίνεις απ΄την ίδια τι μουσική ακούει, αλλά απ’ τη φίλη της, για να πας μετά να της προτείνεις όλως τυχαίως εισιτήρια για την αγαπημένη της συναυλία, που η θεά τύχη σε έστειλε να αγοράσεις κατά λάθος. Έλα τώρα.

Στην αρχή των σχέσεων, αλλά στην πολύ αρχή, είμαστε χειρότεροι κι από το CSI New York. Ο Μονκ μπροστά μας μοιάζει γατάκι, θα μπορούσαμε άνετα να ανήκουμε σε κάποια διαδικτυακή μυστική υπηρεσία κι όχι μόνο. Ψάχνεις από ‘δω κι από ‘κει, κάνεις παρέα με άτομα που χέστηκες κιόλας για την πάρτη τους, για να διαγνώσεις αν αποτελούν σύμμαχο ή ανταγωνισμό, θέλεις να γνωρίζεις μέχρι και το τι μάρκα γάλα έπινε ως βρέφος.

Απ’ τη μία, έχει μια λογική το πράγμα, θέλεις να ξέρεις κι εσύ πού πας να μπλέξεις, αν αξίζει να ρισκάρεις να ξαναπληγωθείς ή να ανοιχτείς σε μια καινούρια πιθανότητα να φας τα μούτρα σου. Δεκτό. Απ’ την άλλη όμως, χάνεις τη μαγεία της επικοινωνίας, την ειλικρίνεια του να μοιράζεσαι με τον άλλον για πρώτη φορά, τη γλυκιά αμηχανία της αποκάλυψης.

Καλά, μεταξύ μας τώρα, κανένας δε δίνει δεκάρα για τα παραπάνω. Είμαστε κουτσομπόληδες, ήταν στη φύση μας από τότε που πηγαίναμε στα σπίτια των φίλων μας και βλέπαμε φωτογραφίες απ’ τα βρεφικά τους χρόνια με μια πάνα στον πισινό. Είναι απλά ο τρόπος μας να ερχόμαστε κοντά με τους ανθρώπους, είναι ο τρόπος μας να νιώθουμε οικεία. Έτσι κι αλλιώς, έχει κι αυτό την πλάκα του. Το ψαχτήρι, το κόλλημα, το να στέκεσαι και ναι ξεροσταλιάζεις πίσω απ’ τα κρυμμένα νοήματα στο τραγούδι που ανέβασε προχθές.

Αρκεί να ξέρεις, να το γνωρίζεις, πως η αλήθεια πάντα θα βρίσκεται σε αυτά που λέτε οι δυο σας, κάποιο βράδυ σε ένα μπαλκόνι με ένα ποτήρι φθηνό κρασί στο χέρι. Εκείνα είναι που θα μείνουν.

 

Συντάκτης: Γιοβάννα Κοντονικολάου
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη