Έρχεται πάντα αυτή η στιγμή στη ζωή σου, για να σε χτυπήσει χειρότερα κι από μπουνιά σε αγώνα μποξ στα νοκ άουτ. Στην αρχή δεν καταλαβαίνεις καν ότι χτύπησες, μετά έρχεται το τσούξιμο, η ζάλη κι εν τέλει το αγκομαχητό πόνου, που συνήθως διαρκεί δέκα με δεκαπέντε δευτερόλεπτα, μέχρι να έρθει η συνειδητοποίηση.

Ε αυτό, με μια μικρή υπερβολή και μια παράταση χρονική, συμβαίνει και την πρώτη φορά που θα καταλάβεις, πως δεν είσαι μόνο εσύ που δε θέλεις να μένεις πια στο σπίτι των γονιών σου. Είναι ότι πλέον κι εκείνοι δε σε θέλουν στο σπίτι τους. Κι εκείνη τη στιγμή, που το καταλαβαίνεις, δεν είναι ότι σου σκάει στη μάπα ότι σταμάτησαν να σ’ αγαπάνε ή ότι σε αποκληρώνουν. Είναι ότι ποτέ δεν περίμενες να νιώθετε το ίδιο.

Ίσως γιατί έχουμε συνηθίσει ως παιδιά, να διεκδικούμε ελευθερίες και δικαιώματα ανεξαρτησίας, να βιαζόμαστε να μεγαλώσουμε και να αποφασίζουμε μόνοι μας, με τους γονείς μας να παίζουν έναν ρόλο παρεμβατικό. Να είναι το φρένο στο γκάζι μας, η φωνή της λογικής και φόβου μαζί, που θα θέλει να σε γυρίσει πίσω στις έντεκα αντί για τη μία. Αντίστοιχα την πρώτη φορά που θα δηλώσεις πως θέλεις το δικό σου σπίτι, τον δικό σου χώρο ή έστω τις δικές σου ιδιωτικές στιγμές, τους κακοφαίνεται γιατί ακόμα δεν έχουν συνειδητοποιήσει πως έχεις μεγαλώσει ή σε θεωρούν ακόμα ανέτοιμο για ένα τέτοιο βήμα. Με μια υπόνοια κοινής λογικής σε αυτό το σημείο, που σημαίνει ότι είσαι σε μια ηλικία που μπορείς πρακτικά να το κάνεις.

Από ένα σημείο και μετά, είτε είσαι έτοιμος είτε όχι, τους έχεις βάλει κι εσύ με τη σειρά σου στο τριπάκι να σκεφτούν πως ήρθε η ώρα να φύγεις. Οπότε θα έρθει εκείνη η μέρα που θα καταλάβεις πως πια είσαι φιλοξενούμενος στον χώρο σου, στο ίδιο σου το σπίτι, γιατί πια δεν έχεις την ελευθερία και την άνεση που χρειαζόσουν παλιότερα. Αντίστοιχα κι αυτοί, έχουν πλέον καταλάβει, πως και οι ίδιοι δεν έχουν τις ίδιες ανέσεις που είχαν παλιότερα, επειδή βρίσκεσαι στο σπίτι.

Την έχουν λίγο αυτή την ψευδαίσθηση οι γονείς και για μένα είναι και φυσιολογικό, πως εφόσον σου παρέχουν τροφή, νερό, στέγη, φροντίδα, ουσιαστικά χωρίς αυτούς θα πέθαινες με λίγα λόγια, τους ανήκεις. Τους ανήκεις ως οντότητα, άρα μπορούν να ελέγξουν τα θέλω, τις απόψεις, τους στόχους κι εν γένει τον χαρακτήρα σου. Ναι, αλλά μέχρι πότε; Μέχρι να ανοίξει ο κύκλος σου, να μπουν μέσα δάσκαλοι, φίλοι, γκόμενοι, διαδίκτυο, πληροφορία σε ποσότητα και γρήγορη ταχύτητα. Οι γονείς παύουν πλέον να είναι ο Θεός κι αυτό είναι πολύ πολύ δύσκολο να το αποδεχτούν.

Πόσες φορές έχουν άλλωστε παραδεχτεί ένα λάθος που τους έχεις υποδείξει; Ελάχιστες. Κι αυτό γιατί δεν μπορούν να αποδεχτούν ότι το δικό τους δημιούργημα είναι ικανό να αναπτυχθεί τόσο πολύ και τόσο διαφορετικά από αυτούς, με αποτέλεσμα να μη συμφωνεί με τον τρόπο σκέψης τους. Κάπως έτσι και τα παιδιά έχουν συνηθίσει να μη βρίσκουν το δίκιο τους πολλές φορές, έχουν συνηθίσει τη διαφωνία και τη διεκδίκηση αυτονομίας, που όταν επιτέλους έρθει η συμφωνία και πει ο γονέας πως μεγάλωσες και πρέπει να φύγεις απ’ το σπίτι, νιώθεις σαν μωρό που του κλέψανε το παιχνίδι.

Ουσιαστικά συμφωνείτε μα στα μάτια σου μοιάζει με εγκατάλειψη. Πώς γίνεται να μη με θέλει η μάνα μου στο σπίτι. Γίνεται, όπως κι εσύ δεν τη θέλεις μονίμως στο δικό σου. Κι αυτό είναι το λογικό. Πάνω-κάτω δε διαφέρουν τόσο πολύ οι γονείς με τα παιδιά. Κι οι δυο έχουν αδράνεια στην αλλαγή κι αυτό φαίνεται στο ότι όταν συμφωνούν σε κάτι καταλήγουν να μην αισθάνονται άνετα. Σαν να πηγαίνει κάτι λάθος που καταφέραμε και βγάλαμε άκρη. Μα δε χρειάζεται πάντα να υπάρχει νικητής.

Ίσως αν καταφέρναμε να εστιάσουμε στο ότι κανένας δεν είναι υποχρεωμένος να σου παρέχει συναισθηματική κι υλική κάλυψη, απλά επειδή έχει έναν τίτλο, να ήμασταν πιο ήρεμοι. Άλλωστε, όπως έχει πει κι η Μαφάλντα, ο τίτλος του γονέα και του παιδιού, δόθηκε την ίδια μέρα. Κι ο ένας, δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς τον άλλον.

Συντάκτης: Γιοβάννα Κοντονικολάου
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη