Πού αλλού θα μπορούσα; Σε ποιους δρόμους, αν όχι αυτούς, σε ποιες γωνίες, σε ποια ξημερώματα αν όχι τα ανυπόφορα και γεμάτα υγρασία που σε βρίσκουν Σάββατο πρωί στις έξι να ψάχνεις στη Μελενίκου για παγκάκι;

Ερωτεύτηκα πρώτα εκείνη. Γιατί αν δεν υπήρχε, δε θα σε συναντούσα. Γιατί κάθε της μορφή, άγρια, τρυφερή, Δεκεμβριανά παγωμένη ή  Αυγουστιάτικα ανυπόφορη, κατάφερνε να σε χωρέσει με τρόπο που όλα κούμπωναν αρμονικά. Σαν, εσύ κι εκείνη, να είχατε κάνει μια συμφωνία, μια μυστική σύμβαση που ο ένας χωρίς τον άλλον, ήταν μισός.

Γιατί η Θεσσαλονίκη, ή Σαλούνγκα όπως αρέσκονται να λένε οι Αθηναίοι, δεν είναι απλώς μια όμορφη πόλη. Είναι συναίσθημα, τη νιώθεις. Σε θυμώνει, σε κουράζει, όταν βρέχει φοβάσαι κι όταν έχει καύσωνα δεν τολμάς καν να κάνεις βήμα. Η υγρασία της σε κάνει να αναπνέεις νερό και η άνοιξή της σε μαστουρώνει. Και κάθε της μικρή γωνιά σου σφυρίζει μια ανείπωτη ιστορία.

Θυμάμαι την πρώτη μας βόλτα. Οι δυο μας, τόσο αμήχανοι, τόσο φουσκωμένοι από ένταση, να μη μας κρατάνε τα πόδια μας, να τρέχουν σχεδόν, σε γρήγορες κινήσεις και βόλτες που τα στόματα δεν έκλειναν. Εσύ μπροστά κι εγώ δυο βήματα πίσω. Να μιλάμε, να σε γνωρίζω, να κολλάω τις λέξεις σου πάνω μου. Οκτώβρης και η Θεσσαλονίκη μελαγχολική, υποκίτρινη, απογευματινή, σε οδηγούσε σε ανηφόρες με κλειστά μαγαζιά και χαλασμένα πεζοδρόμια. Πού και πού, όταν ξεχνιόμουν από την ανάγκη μου να σε φιλήσω και την ανικανότητά μου να το τολμήσω, έβρισκα κρυμμένο ένα στενό, ένα παρκάκι με δυο δέντρα κι ένα πεζούλι, κάπου στην Αγίου Δημητρίου και πιο πέρα άλλο ένα πιο μικρό, σαν παραβάν που περίμενε κι εκείνο δυο αμήχανα πόδια κι ένα χάδι της στιγμής.

Και δεν ξέρω αλήθεια, αν η πόλη ήταν πάντα τόσο όμορφη, ή αν έγινε μαζί σου. Αν ήταν πάντα ένα κινούμενο ερωτικό κάλεσμα ή αν εγώ έψαχνα κάθε της πτυχή για να τη συνδέσω με ό,τι σε αφορά. Κι έχω αλήθεια τόσο πολλά να θυμάμαι, που αν κάποια μέρα χαθείς από τη ζωή μου, δε θα μπορέσω να ξαναπερπατήσω τους δρόμους της.

Όλες εκείνες οι Παρασκευές που αντί για σχολή έγιναν σπαστό στο χέρι κι άραγμα στο λευκό, ή ατελείωτοι καφέδες που έμοιαζαν με οχτάωρα που τέλειωσαν σε ένα τσιγάρο. Δε σε χόρταινα  ποτέ. Θυμάσαι εκείνες τις μέρες που η πόλη μούλιαζε στη βροχή κι εμείς στριμωχνόμασταν με δυο ρετσίνες κάτω από ένα υπόστεγο στο λιμάνι; Τα σπίτια μας άδεια, έξω βροχή κι εμείς όλο το βράδυ εκεί. Τώρα το σκέφτομαι και γελάω, μα τότε ήταν σαν ανάσα, ήταν η στιγμή που έκανε τη μέρα μου να αξίζει.

Κι αν τα βάλω κάτω πραγματικά θα μας πάρει μέρες, θα μπορούσε να είναι το παιχνίδι μας, ένα φιλί στην Αγίας Σοφίας, το πρώτο, ένας χωρισμός κοντά στη ΧΑΝΘ που δυο μέρες μετά ήταν σαν να μην υπήρξε, σώματα μπλεγμένα στις γωνίες της Βαλαωρίτου μετά από πολύ και κακό κρασί, η στοά στην Πτολεμαίων που τρώγαμε την μπουγάτσα με μερέντα με τα χέρια, τότε που κοντέψαμε να καούμε στη Σωκράτους και κοιτάζαμε με τις πιτζάμες τις φωτιές από τον δρόμο. Η αιώνια Τούμπα μας.

Κρύο, βροχή, ανυπόφορη ζέστη, συναυλίες, τόσο περπάτημα, 78Ν που δε χωρέσαμε ποτέ και το πήραμε με τα πόδια κάποια Παρασκευή βράδυ, τσίπουρο σε μαγαζιά που θα μπορούσαμε να τα έχουμε χτίσει, πάρτι στο Πολυτεχνείο και ξημερώματα στη Ροτόντα με μια ξεχασμένη μπίρα στο χέρι. Κι έρωτας. Θεέ μου, τόσος έρωτας.

Δε θα άλλαζα τίποτα. Ούτε τα στραβά. Κυρίως αυτά. Και ίσως το κείμενο αυτό, να είναι απλώς ένας τρόπος να σου πω άχαρα ένα ευχαριστώ. Γιατί μπορεί να γεννήθηκα σε αυτήν την περίεργα μαγική πόλη, μαζί σου όμως κι εξαιτίας σου, έμαθα να αγαπώ τα παγκάκια της και τα σκαλιά έξω από τις πολυκατοικίες τις. Σ’ ευχαριστώ λοιπόν, για τις υφές που της έδωσες.

Θα μείνουν μέσα μου για πάντα. Όπως κι εσύ.

Συντάκτης: Γιοβάννα Κοντονικολάου