Οι σχέσεις είναι ακριβώς όπως τα καινούρια ρούχα. Πρώτα αναγνωρίζεις τι είναι αυτό που χρειάζεσαι. Μετά, ψάχνεις το κατάλληλο μαγαζί που μπορεί να στο προσφέρει. Το βρίσκεις. Δοκιμάζεις το ρούχο σου σε έναν καθρέφτη που προκαλεί ξεκάθαρη παραμόρφωση της πραγματικότητας, αφού σε παρουσιάζει  πάντα λίγο πιο ψηλό κι εμφανώς πιο αδύνατο. Το αγοράζεις. Στην αρχή, θέλεις να το φοράς πολύ, είναι καινούριο, σου αρέσει, είναι κάτι διαφορετικό. Με τον καιρό, φθείρεται, χάνει λίγη απ’ τη λάμψη και τη χάρη του, το χαλάει ο χρόνος και το περιβάλλον σου.

Κι εκεί αρχίζει το πράγμα και μπερδεύει. Θα καταλήξει στα άδυτα της ντουλάπας σου παρατημένο και ξεχασμένο γιατί έχει βρεθεί κάτι που το αντικατέστησε με μεγαλύτερη επιτυχία. Αλλιώς, αν όντως βρήκες κάτι που απλά κούμπωσε στο σώμα σου και τις ανάγκες σου, καταλήγεις να εμμένεις στο να το φοράς, ακόμα κι όταν έχει λιώσει εντελώς. Ακόμα κι όταν είναι γεμάτο τρύπες, ή δεν μπορείς να θυμηθείς καν το αρχικό του χρώμα.

Κάπως έτσι είναι κι οι σχέσεις. Οι σχέσεις οι δυνατές, αυτές που εμπλέκεσαι όντως, που σου αλλάζουν βήμα- βήμα τη ζωή. Τις φοράς, τις χαίρεσαι και σταδιακά, αρχίζουν να φθείρονται. Αλλάζουν χρώμα, αλλάζουν αίσθηση, γίνονται αδύναμες και δυσλειτουργικές. Εσύ, μπορεί να το δεις αυτό, μπορεί κι όχι. Αλλά σε κάθε περίπτωση, επιμένεις να τις φοράς στο σώμα σου, γιατί κάποτε υπήρξαν αυτό που ήθελες. Κι όλα αυτά για χάρη μιας προσπάθειας.

Μα η προσπάθεια, δεν είναι χάπι που το παίρνεις το πρωί πριν το γεύμα σου, δεν είναι αντιβίωση. Δεν κουμπώνει η προσπάθεια σε κάθε προοπτική διάσωσης ενός τρύπιου ρούχου. Γιατί το μπάλωμα, πάντα θα είναι μπάλωμα κι από κάτω εσύ θα ξέρεις ότι η τρύπα υπάρχει, έτοιμη να ανοίξει και πάλι ανά πάσα στιγμή, αν δεν προσέξεις και κάνεις απότομη κίνηση.

Σαν παλιά ρούχα λοιπόν, αναλωνόμαστε σε προσπάθειες για σχέσεις που είναι γεμάτες τρύπες, που δε θυμίζουν σε τίποτα και δεν πλησιάζουν καν αυτό που θέλουμε, απλά για να μην πούμε πως τα παρατήσαμε. Μα κι η υπερπροσπάθεια, κρύβει μέσα της πολλούς κινδύνους, σε αφήνει με μια εμμονή του να κάνεις πράγματα, χωρίς να θυμάσαι στο τέλος καν το γιατί.

Προσπαθούμε και προσπαθούμε για το «γαμώτο» για να μην τα παρατήσουμε. Αν πάρεις μια στιγμή και καθίσεις και το σκεφτείς ψύχραιμα, κάνε μια ερώτηση στον εαυτό σου. «Αυτό που έχω αυτή τη στιγμή, μου κάνει;» Όχι αυτό που είχα, ούτε η προοπτική του τι μπορεί να γίνει. Τώρα. Σήμερα, αυτό το δευτερόλεπτο. Μου κάνει; Κι αν η απάντηση είναι «όχι», μη βιαστείς να τα παρατήσεις. Συνέχισε αυτήν την ερώτηση στον εαυτό σου, μέχρι να μπορέσεις να βγάλεις ένα μέσο όρο. Αν η προσπάθεια υπερβαίνει του αποτελέσματος, τότε βλέπεις ξεκάθαρα μια εμμονή. Μια εμμονή που κολλάει σε κάτι φανταστικό, που δεν υπάρχει και μπορεί να μην υπάρξει και ποτέ.

Δεν υπάρχει κανένας που θα σου δώσει βραβείο αν προσπαθείς, όπως και δεν υπάρχει κανένας που θα σε μαστιγώσει αν παραδεχτείς ότι κουράστηκες. Ότι βαρέθηκες, ότι ξενέρωσες, ότι αυτό που συμβαίνει δεν είναι αυτό που θέλεις. Πρέπει να σταματήσουμε οι άνθρωποι να μπαλώνουμε τρύπες και να αρχίσουμε να τις βλέπουμε ακριβώς όπως είναι. Τρύπες. Κι όταν αυτές οι τρύπες αφήνουν το σώμα σου εκτεθειμένο, τότε πρέπει να προστατεύσεις πρώτα εσένα. Να δεις τα πράγματα όπως είναι κι αν χρειαστεί, όσο δύσκολο κι αν είναι, να βάλεις ένα τέλος.

Είναι άλλο το προσπαθώ κι άλλο το εθελοτυφλώ επιμένοντας. Το να τα παρατάς, καμιά φορά, θέλει πολλά περισσότερα κότσια, θέλει θράσος και θάρρος να μπορέσεις να αποδεχτείς την πραγματικότητα κι όχι τη φαντασία σου. Κι όταν θα έρθει το τέλος, θα το ξέρεις. Το μόνο που έχεις να κάνεις, είναι να παρατηρήσεις το σώμα σου. Εκείνο έχει τα σημάδια και θα στα δείξει. Και τότε ναι, θα πρέπει να αφήσεις αυτό το ρούχο να φύγει απ’ τη ζωή σου. Γιατί πολύ απλά, έλιωσε. Κι αυτό είναι απλά η ζωή.

 

Συντάκτης: Γιοβάννα Κοντονικολάου
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη