Έχεις νιώσει κι εσύ μόνος σου ανάμεσα σε χιλιάδες ανθρώπους; Αυτό το συναίσθημα που ενώ περπατάς ανάμεσα σε κόσμο, ενώ σε σπρώχνουν και σε προσπερνούν, εσύ βλέπεις μόνο ένα κενό; Να σε χαρακτηρίζουν αντιδραστικό και περίεργο, αλλά κανείς να μην ψάχνει το γιατί στη συμπεριφορά σου;

Πολλές φορές είπα πως θα ήθελα να μπορούσα για μια μέρα να έμπαινα στο κεφάλι κάποιου άλλου. Θα ήθελα να μπορούσα να καταλάβω για μια στιγμή πώς σκέφτονται οι άλλοι. Πώς γίνεται απ’ τη μια στιγμή στην άλλη να μπορούν να ξε-αγαπούν και να ξεχνούν. Ποιος μπορεί να μας μάθει τον μαγικό τρόπο να αποχωρούμε, χωρίς να αντιδρούμε, όταν μαθαίνουμε πως ζούσαμε σε ένα παραμύθι («ζήσαν αυτοί καλά») για καιρό;

Εκείνοι οι άλλοι, άραγε, πώς νιώθουν το βράδυ, όταν ετοιμάζονται να κοιμηθούν; Έχουν ύπνο ή τους βασανίζουν οι τύψεις; Μας σκέφτονται; Συνειδητοποιούν ότι μας πλήγωσαν; Τόσα πολλά ερωτηματικά που το κεφάλι μας πάει να σπάσει. Καταλήγουμε να πιστεύουμε πως είμαστε υπερβολικοί ή και παράλογοι.

Μέχρι που απλά κατέληξα πως οι λάθος (για σένα) άνθρωποι σε οδηγούν με μαθηματική ακρίβεια σε λάθος καταστάσεις. Θα χρειαστεί να υποχωρήσεις σε στιγμές που έχεις δίκιο, μόνο και μόνο για να μην τσακωθείς. Θα θες να τα κάνεις όλα λίμπα και να φύγεις, μα θα αναπνεύσεις δυνατά και θα προσπαθήσεις να συζητήσεις το θέμα, παρ’ όλο που ξέρεις πως σε πνίγει το δίκιο σου. Θα ρίξεις εσένα για να ανεβάσεις άλλους.

Συγγνώμη, εαυτέ μου, που πολλές φορές σε απογοήτευσα. Έτρεξα να φύγω, γιατί με έπνιγαν άνθρωποι που δεν προσπάθησαν κι ούτε θέλησαν να  με καταλάβουν. Προσπάθησα περισσότερο από όσο έπρεπε. Έδωσα πάρα πολλές ευκαιρίες, ενώ έπρεπε να ‘χα πει απλώς ένα «τέρμα, ως εδώ» σε άτομα που έρχονταν κι έφευγαν ανενόχλητοι σαν περαστικοί. Κυνήγησα ανθρώπους που μου έκαναν τη ζωή μίζερη, επειδή πίστεψα πως είχα ανάγκη μια συγκεκριμένη καλημέρα.

Πίστευα πως οι άνθρωποι δεν ξε-νιώθουν κι είχα άδικο. Σε απογοήτευσα τόσες πολλές φορές που τελικά σε πρόδωσα, εαυτέ μου. Παρ’ όλα αυτά, ενώ έκλαιγα μου έδινες ένα λόγο να χαμογελάσω, με έκανες να προχωράω και να αφήνω πίσω καταστάσεις που με κερνούσαν μόνο αγανάκτηση.

Σου χρωστάω μια συγγνώμη, εαυτέ μου, και μια υπόσχεση πως δε θα ξανακάνω τα ίδια λάθη. Ζω σε ένα πλήθος κι όταν φωνάζω κανείς δε με ακούει. Τα χαμόγελα με τρομάζουν κι οι καλοσύνες μου μοιάζουν ύποπτες, γιατί συνήθισα στην απογοήτευση και τώρα πια απλώς περιμένω να επιβεβαιωθώ.

Ίσως μια μέρα να ξυπνήσουμε κι οι άνθρωποι να λένε μόνο όσα νιώθουν, να συνεχίσουν να τσαλακώνονται και να μην κρύβονται πίσω από βολικές μάσκες. Μπορεί κάποια στιγμή να φτιάξουμε έναν κόσμο που θα μιλά με ειλικρίνεια κι όταν ζητά συγγνώμη θα την εννοεί. Ίσως να ξέρουμε ήδη τις απαντήσεις σε όλα τα «γιατί» που μας ταλαιπωρούν. Ίσως να ξέρουμε πως το θύμα κρύβει μέσα του ένα θύτη.

Γιατί έχουμε ανεχτεί τόσα πολλά, που χρωστάμε τουλάχιστον μια συγγνώμη στον εαυτό μας.

Συντάκτης: Δημητριάνα Μπόσκοβικ
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη