Άνθρωποι με όνειρα και κότσια. Άνθρωποι με επιθυμίες και προσδοκίες. Μπορούσα να το ονειρευτώ, αλλά δεν μπορούσα να το σκεφτώ να πραγματοποιείται. Το μόνο που ήθελα, όμως, ήταν να σε δω. Οι τοίχοι του σπιτιού μου το είχαν μάθει καλά αυτό το ποιηματάκι, απ’ τις πολλές φορές που με άκουγαν μέρα και νύχτα να λέω πως μου λείπεις. Να λέω πως έχω επιθυμήσει το πρόσωπό σου.

Την απόσταση μετρίαζε πάντα η φωνή σου στο τηλέφωνο τα πρωινά. Η καλημέρα σου. Πώς αλλιώς μπορώ, εξάλλου, να χαρακτηρίσω μια μέρα μακριά σου ως καλή αν δεν ξεκινάει τουλάχιστον με τη φωνή σου; Πώς μπορώ να συνεχίσω αυτό τον αγώνα της καθημερινότητας αν δε σβήνω τις μέρες που περνούν για να ‘ρθω να σε βρω;

Μια μέρα σαν όλες τις άλλες ήμουνα στο σπίτι, ετοιμαζόμουν να ξαπλώσω, αργά το βράδυ. Μιλούσαμε από μηνύματα και ξαφνικά χτύπησε κάποιος το παράθυρό μου. Βασικά, εσύ χτύπησες το παράθυρό μου αρκετές φορές κι η αλήθεια, οι χτύποι της καρδιάς μου πρέπει να ακούγονταν ως έξω. Ένιωθα να εξαφανιζόμουν από ολόκληρη τη Γη, πήγα βιαστικά να δω ποιος ήταν τέτοια ώρα, με την τεράστια επιθυμία να ‘σαι εσύ και την ελάχιστη ελπίδα. Μόνο στη σκέψη σου ανέβαζα παλμούς.

Τελικά, μηδένισες τα χιλιόμετρα. Ασήμαντα εξάλλου κι αυτά μπροστά στα όνειρά μας, αυτό αποδείξαμε κι οι δύο. Έπεσα έξω, ήταν μια έκπληξη που πραγματικά ήθελα εδώ και καιρό να πραγματοποιηθεί. Άνοιξα την πόρτα κι έτρεμες ολόκληρος. Για δέκα λεπτά δε σου μιλούσα, μόνο χαμογελούσα. Τα μάτια μου φώναζαν ευτυχία κι ας με κορόιδευες εσύ.

Περίεργη εκείνη η νύχτα. Δεν κοιμήθηκα μόνη κι είχα εσένα να μιλώ και να σ’ αγγίζω. Βασικά, δεν ήθελα καν να κοιμηθώ. Προτιμούσα να σε βλέπω να κοιμάσαι μετά από τόσες ώρες πτήσεων για να έρθεις να με βρεις. Τόσο γλυκός και τόσο ήρεμος. Σκεφτόμουν μήπως ήταν όνειρο, παραίσθηση, αλλά, γαμώτο, σ’ ακουμπούσα και κοιμόσουν στην αγκαλιά μου.

Σκεφτόμουν συνεχώς τους τόπους που θα σε πήγαινα βόλτα, εκεί που θα περπατούσαμε χέρι-χέρι τις επόμενες μέρες. Λιγοστές σε αριθμό για όποιον ρωτούσε πόσο θα έμενες, αλλά ατέλειωτες για εμένα, αφού μου αρκούσε το γεγονός ότι ήσουν εκεί. Παρ’ όλα αυτά, ήθελα να μοιραστούμε την καθημερινότητά μου όπως ακριβώς την ζω μακριά σου, με την κάθε λεπτομέρεια.

Τα χιλιόμετρα που επιλέξαμε να δοκιμάσουμε αποδεικνύουν πολλά και μας ενώνουν. Ενώνουν την κάθε εγκεφαλική παράνοια που μου δημιουργεί η αίσθηση του να είσαι εδώ. «Σπίτι» μπορεί να είναι τέσσερις τοίχοι. «Σπίτι» μπορεί να ονομάζεσαι εσύ κι η αγκαλιά σου. «Ευτυχία» μπορεί να ονομάζονται τα χαμόγελά μας, όταν ανταμώνονται μετά από καιρό. «Ευτυχία» μπορεί να ονομαστεί το κάθε μικρό και μεγάλο όνειρο που κάνουμε για το καλοκαίρι, για τον κάθε χειμώνα, για το πού θα πάμε, πώς θα κυλήσουν οι μέρες μας. Η σκέψη κι η προσδοκία του να είμαστε μαζί.

Περπατούσαμε στο λιμανάκι κι ήθελα να παγώσει ο χρόνος. Σε φωτογράφιζα στο κάθε μέρος που περπατούσα κάποια βράδια μόνη ή με φίλους, έτσι ώστε να σε σφραγίσω για πάντα εκεί, όποτε ξαναπεράσω να σε βλέπω. Βγαίναμε έξω απ’ το σπίτι και γελούσες. Μου φώναζες να μην περπατώ τόσο γρήγορα και με τραβούσες στο μέρος σου να με πειράξεις κρατώντας με σφικτά. Πηγαίναμε το μεσημέρι για φαγητό και χάζευα τον κάθε σου μορφασμό, τις κινήσεις σου που τόσο πολύ μου είχαν λείψει.

Τα εμπόδια τα ξεπερνούμε κι αυτό δε σημαίνει απλώς πολλά, σημαίνει τα πάντα για εμάς. Ικανοποιημένη, ολοκληρωμένη, ευτυχισμένη. Κρατάω το εισιτήριό σου, το πιο όμορφο δώρο που μπορούσα να έχω στις μέρες των γενεθλίων μου. Το χαζεύω και σκέφτομαι πόσο τυχεροί είμαστε που έχουμε ο ένας τον άλλον. Σκέφτομαι πόσο τυχερή είμαι που κάποιος νοιάζεται για την ευτυχία μου. Πόσο τυχερή είμαι που αυτός ο κάποιος είσαι εσύ.

Αφιερωμένο στον Αντρέα.

 

Συντάκτης: Δημητριάνα Μπόσκοβικ
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη