Από κάποιες πόλεις δε φεύγεις πότε. Δε φεύγεις ποτέ κι όσα χρόνια κι αν περάσουν πάντα θα τις βλέπεις ίδιες όπως ήταν τότε που πέρασες όσα πέρασες. Ίσως πάντα θα βρέχει όπως έβρεχε εκείνη τη μέρα, ίσως πάντα η πλατεία θα είναι ίδια όπως εκείνη τη μέρα, ίσως πάντα τα ίδια μαγαζιά θα είναι όπως ήταν τότε. Κάποια σπίτια θα τα θυμάσαι όπως ήταν τότε ακόμη κι αν δε μένει κανείς πια εκεί πέρα, ακόμη κι αν όλα είναι άγνωστα για σένα πια εκεί.

Κι είναι θλιβερό να βλέπεις  να μένουν άλλοι μέσα. Θες να τους κτυπήσεις την πόρτα και να τους πεις με μισά λόγια τι πέρασες εκεί, πόσο καλά σε ξέρουν οι τοίχοι, να τους πεις πώς έγινε το σπάσιμο στην πόρτα, πώς έσπασε η άκρη στον πάγκο, γιατί φρακάρει το παντζούρι, τι κρεμόταν πάνω απ’ το κρεβάτι. Είναι τόσα που θες να πεις που πνίγεσαι πριν καν ξεκινήσεις. Θυμάσαι τον άνθρωπο που έμενε στο σπίτι αυτό, που πήγαινες αργά το βράδυ και σε περίμενε, σου άνοιγε την πόρτα και σε κτυπούσε στο παγωμένο πρόσωπο η ζέστη απ’ το αναμμένο για ώρες καλοριφέρ και τα κεριά.

Από κάποιες πόλεις δε φεύγεις ποτέ. Δε φεύγεις όσα χρόνια κι αν περάσουν κι όποτε τύχει να πας πίσω είναι λες και κάνεις ταξίδι στο χρόνο. Κλείνεις εισιτήριο για να πας σε ένα γεωγραφικό σημείο και καταλήγεις σε ένα χρονικό, περίεργο συναίσθημα, μα τόσο κοινό νομίζω. Όποιος και να διαβάζει τώρα τα λόγια αυτά, όπου και να βρίσκεται ό,τι και να κάνει, σίγουρα θα έχει ένα μέρος να ταξιδεύει το μυαλό του πού και πού κι αν δεν έχει, τότε κρίμα. Η νοσταλγία είναι μια λεπτή γραμμή που εύκολα ξεπερνιέται, εύκολα περνάς απ’ την άλλη μεριά και καταλήγεις να υπάρχεις στο παρόν, μα να ζεις στο παρελθόν.

Από κάποιες πόλεις δε φεύγεις ποτέ. Δε φεύγεις εσύ, μα έχουν φύγει προ πολλού όλα τ’ άλλα. Έφυγαν οι άνθρωποι, σωματικά και πνευματικά, έφυγαν οι άνθρωποι που ήταν ολόκληρη η πόλη για σένα. Κι ας ήταν όλη η πόλη το ανήφορο που ανέβαινες κάθε μέρα με ανυπομονησία κι ας ήτανε μακρύ. Εκεί  έχεις αφήσει φιλίες που χάθηκαν στο χρόνο και στον εγωισμό, χαμένες ιστορίες. Ακόμη θυμάσαι την ώρα που έκλεινες την πόρτα, που γύρισε με δακρυσμένο ύφος ένας άνθρωπος δικός σου και σου είπε «γιατί;». Τόσο πόνος, τόση αδικία σε ένα γιατί, τόσο μελό για ένα γιατί μα ήταν αληθινό κι έβγαινε από τόσα βαθιά που ούτε το φως του ήλιου δεν πλησιάζει.

Περνάς απ’ τους ίδιους δρόμους κι ακούς στ’ αφτιά σου τις συζητήσεις που κάνατε περνώντας απ’ αυτά τα ίδια στενά, απ’ αυτά τα μαύρα θλιβερά καταθλιπτικά στενά. Βρε; Φοιτητής είσαι εσύ εδώ; Ναι, φοιτητής ήσουνα και τώρα πια δε θα είσαι ποτέ κι αν υπάρξεις ξανά, δε θα είναι το ίδιο. Δε θα είναι ποτέ το ίδιο κι ας μην κοροϊδευόμαστε, φοιτητής δε θα είσαι ποτέ και μακάρι να το ‘ξερες από τότε που ήσουνα, πώς είναι να μην είσαι. Ίσως να τα ’παιρνες όλα διαφορετικά. Δε συνάδει όμως τόση πολλή σκέψη σε μια τόσο μικρή ηλικία.

Γιατί οι ωραίες ιστορίες είναι πάντα σαν παραμύθι με λυπημένο τέλος; Κι αν το παραμύθι είχε αίσιο τέλος τότε μετά τι; Παραμύθι με αίσιο τέλος δεν υπάρχει γιατί όσο το πράμα κυλάει σωστά κι όλα είν’ ωραία το παραμύθι συνεχίζεται. Το παραμύθι τελειώνει μόνο όταν το τέλος αυτό είναι λυπηρό κι όπως όλα στη ζωή έχουν μια αρχή κι ένα τέλος έτσι και το παραμύθι. Θα έχει αρχή, θα έχει τέλος, θα είναι λυπηρό κι αν δεν μπορείς να συμβιβαστείς μ’ αυτό, τότε μην το  ζήσεις.

Συντάκτης: Ιωάννης Μιχαήλ
Επιμέλεια κειμένου: Κατερίνα Καλή