Τα μεγάλα λόγια, τα λες τις μεγάλες στιγμές, γι’ αυτό και δεν κρατάνε και τόσο πολύ. Όπως οι μεγάλες στιγμές, έτσι και τα μεγάλα λόγια δε διαρκούν παρά μόνο για μερικές στιγμές. Αν το σκεφτείς καλύτερα, θα μπορούσες να πεις ότι είναι σαν τα πυροτεχνήματα. Εντυπωσιακά, κάνουν θόρυβο κι όσο όμορφα φαίνονται, άλλο τόσο όμορφα φλέγονται και σβήνουν.

Να σκέφτεσαι δυο φορές πριν ξεστομίσεις τις λέξεις «ποτέ» και «πάντα». Δεν ξέρω πιο απ’ τα δύο είναι πιο εύκολο να κρατήσεις. Το ποτέ δηλώνει κάτι που δε θα γίνει σε καμία περίπτωση. Το πάντα δηλώνει κάτι που ισχύει τώρα και θα ισχύει μέχρι το τέλος. Το πάντα. Ναι, νομίζω το πάντα. Ακόμη και να μην ισχύει πλέον αυτό που κάποτε ορκιζόσουν, από εγωισμό και μόνο δε θα το παραδεχθείς.

Κι αν το «πάντα» αυτό, όμως, στ’ αλήθεια το εννοείς; Αν την ώρα που το λες το πιστεύεις βαθιά μέσα σου, ότι δε θ’ αλλάξει; Τότε; Τότε έχεις ελπίδες το «πάντα» αυτό να το εννοείς, όπως την πρώτη στιγμή που το είπες. Ό,τι και να γίνει μετά, ό,τι και ν’ αλλάξει. Γιατί το «πάντα» αυτό το είπες έχοντας στο μυαλό μια εικόνα που δε θα αλλάξει ποτέ. Ν’ αντικατασταθεί από άλλες ναι, ν’ αλλάξει όμως πολύ δύσκολο ως κι ακατόρθωτο. Γιατί οι εικόνες που δένονται μ’ ένα «πάντα» δένονται και μ’ ένα συναίσθημα και τα συναισθήματα δεν τα ξεχνάει το κορμί σου ποτέ.

Αφού κατάφερε να σε κάνει να νιώσεις, όπως ένιωσες έστω και μία φορά, αφού κατάφερε να σε κάνει να την πεις «κοριτσάκι μου», έστω και μία φορά, τότε θα είναι για πάντα το κοριτσάκι σου και στο μυαλό σου η εικόνα της θα είναι αυτή με τα μεγάλα μάτια, που έλαμπαν όταν της το έλεγες.

Μπορεί να είναι τώρα μακριά, μπορεί να είναι τώρα αλλού, μπορεί εσύ να είσαι αλλού, μπορεί κι οι δύο, μπορεί και να είστε δίπλα, μα πλέον να είστε δυο ξένοι. Δύο ξένοι με κοινά αισθήματα κι αναμνήσεις, μα διαφορετικές εμπειρίες και θέλω. Και τι έγινε; Όπως και να ‘χει θα είναι για πάντα το γλυκό σου το κορίτσι, που άνοιγε την πόρτα όταν ερχόσουν πίσω τα βράδια, κι απ’ τη δική της πόρτα, όλα έμεναν έξω. Απ’ τη δικιά σου πόρτα τα προβλήματα σ’ ακολουθούσαν κανονικά, απ’ τη δική της τίποτα.

Ήξερε πώς να τα κρατάει έξω, πώς να είσαι μόνο δικός της και να μην το ξέρεις, πώς να είναι το κοριτσάκι σου, να το εννοείς όταν το λες, να το νιώθεις μα να μην καταλαβαίνεις πόση βαρύτητα έχει αυτό. Ότι για πάντα θα σε ακολουθεί, μια ζωή. Θα είναι εκεί και θα υπάρχει μέσα σου χωρίς να το καταλαβαίνεις ή καλύτερα χωρίς να το θυμάσαι.

Θα έρχεται στη θύμησή σου αραιά και πού με μια δόση μελαγχολίας και χαράς. Θα έχει γίνει πλέον ένα με το μέσα σου σαν ένα κομμάτι, που δεν έλειπε αλλά έλειπε. Δεν ξέρω, αν θα σημαίνει κάτι πλέον. Πολύ πιθανόν να μη γνωρίζει καν την ιδιότητά της της αυτή, κι αν το μάθει πολύ πιθανόν να μην το πιστέψει. Ίσως νιώσει όμορφα, ωραία ίσως νευριάσει.

Αρκετά πιθανό να νευριάσει, της ανοίγεις πληγές, δεν μπορεί να περάσει ξανά απ’ αυτό κι ας λιώνει που είναι το κοριτσάκι σου κι ας τρελαίνεται που δεν μπορείς να της δώσεις μια απάντηση, γιατί είναι ακόμη το κοριτσάκι σου, μα κυρίως αφού είναι το κοριτσάκι σου, τότε γιατί δεν είναι το κορίτσι σου;

Συντάκτης: Ιωάννης Μιχαήλ
Επιμέλεια κειμένου: Αναστασία Νάννου