Ο κινηματογράφος είναι από τις τέχνες που αγγίζουν πολύ μεγάλο ποσοστό του πληθυσμού. Είναι μια ευχάριστη διασκέδαση, πολλές φορές ανέξοδη και πολύ προσιτή από κάθε άνθρωπο. Δεν έχει σημασία το είδος της ταινίας που θα επιλέξει ο καθένας. Σημασία έχει να τον γεμίζει, να του δίνει τροφή για σκέψη, να τον κάνει να ξεχνάει τα προβλήματά του, να ταυτίζεται, πολλές φορές με τους πρωταγωνιστές.

Είναι αυτοί που όσο πιο περιπετειώδης είναι η ταινία, τόσο πιο πολύ τους αρέσει. Είναι οι άλλοι που όσο πιο πολύ αίμα και τρόμο έχει, άλλο τόσο τους αρέσει. Είναι κι οι τρίτοι που δεν αρκούνται στην πραγματικότητα και θέλουν και λίγη επιστημονική φαντασία ή λίγο σουρεαλισμό. Είμαστε κι εμείς που όσο πιο πολύ κλαίμε, τόσο πιο πολύ μας αρέσει η ταινία.

Το κλάμα κι η συγκίνηση για ‘μας είναι ενός είδους λύτρωση. Νιώθουμε σαν να ζούμε εμείς την ιστορία. Θυμώνουμε, παθιαζόμαστε, στεναχωριόμαστε, λυπόμαστε. Ξεχειλίζουμε συναίσθημα.

Το πιο ωραίο κομμάτι της υπόθεσης, βέβαια, είναι που πολλές ταινίες μας κάνουν να κλαίμε από την πρώτη φορά που θα τις δούμε μέχρι την εικοστή έβδομη. Τα παραδείγματα είναι πολλά και κάθε φορά που η κουβέντα σε παρέες πάει στο θέμα του κινηματογράφου οι ατάκες είναι γνωστές. «Πω πω τι κλάμα είχαμε ρίξει. Θυμάσαι;» ή «ναι, ναι κι αυτή πολύ δυνατή» ή «πρήστηκαν τα μάτια μου από το κλάμα, ρε φίλε».

Οι ταινίες που μας κάνουν να κλαίμε γοερά δεν είναι απαραίτητο ότι θα έχουν ερωτικό περιεχόμενο. Καλά τα love stories, δε λέω, αλλά και κάτι κοινωνικές ταινίες ή ακόμη και περιπέτειες ή αληθινές ιστορίες μας κάνουν να υποφέρουμε βαριά. Για τις παιδικές ταινίες δεν κάνω λόγο γιατί είναι δεδομένη η συγκίνηση. Η αθωότητα κι αγνότητά τους κάνουν τον κόμπο στο λαιμό να φέρνει βόλτες.

Από την άλλη είναι και κάποιες ταινίες που αντικειμενικά ανήκουν στη κατηγορία των δακρύβρεχτων, αλλά για κάποιο περίεργο λόγο όταν τις είδαμε δε νιώσαμε κάτι. Συμβαίνει. Δεν είναι κάθε μέρα η ίδια, δεν είμαστε κάθε φορά στην ίδια συναισθηματική κατάσταση ούτε έχουμε συνεχώς τις ίδιες ανάγκες κι αναζητήσεις. Υπάρχουν στιγμή στη ζωή του καθένα μας που τα προβλήματα είτε είναι καλά, είτε είναι άσχημα μας απορροφούν τόσο που χάνουμε κάθε διάθεση ρομαντισμού και συγκίνησης.

Η κατάσταση ξεφεύγει από τα επιτρεπτά όρια όταν οι ασπρόμαυρες ή κι οι έγχρωμες ταινίες του παλιού καλού κινηματογράφου μας φέρνουν δάκρυα στα μάτια.
Είναι αυτές οι χρονικές περίοδοι στη ζωή ημών των ευσυγκίνητων που και το Ρόκι νούμερο έξι να δούμε θα συγκινηθούμε.

Αν κάτσω να θυμηθώ κάποιες από τις κορυφαίες ταινίες για κλάμα, για τα δικά μου πάντα γούστα, αυτές θα ήταν το Sweet November, A beautiful mind, One day, Love actually, Braveheart, Casablanca, The notebook, P.s. I love you, Million dollar baby, I am Sam, Listen to your heart, Bucket list, Eternal Sunshine of a Spotless Mind, Seven pounds, Les intouchables, Green mile, Hachico, Marley and me, My sister and I και πολλές πολλές άλλες.

Και μη μου πει κανείς πως δεν έχει συγκινηθεί με το «Βασιλιά των λιονταριών» ή με το «ψηλά στον ουρανό» που αν και παιδικές ταινίες έχουν τα πιο βαθιά μηνύματα και τα πιο αγνά κι ουσιώδη συναισθήματα.

Για να μην αδικήσουμε και τα εγχώρια προϊόντα να πούμε ότι ταινίες σαν τη «Μικρά Αγγλία» ή το «Γάλα» δεν μπορούν και δε γίνεται να σ’ αφήσουν αδιάφορο.

Τα αισθήματα και τα συναισθήματα είναι για να εκδηλώνονται γι’ αυτό όταν θέλετε να κλάψετε, να το κάνετε χωρίς ντροπή και φόβο αλλά με πολύ πάθος. Άνθρωποι είμαστε και λυγίζουμε. Άλλοι πολύ κι άλλοι λίγο, άλλοι στα κρυφά κι άλλοι φανερά.

 

Επιμέλεια Κειμένου Σταυρούλας Φωτιάδου: Σοφία Καλπαζίδου

 

Συντάκτης: Σταυρούλα Φωτιάδου