Υπάρχουμε για να αισθανόμαστε κι αισθανόμαστε για να υπάρχουμε. Ή τουλάχιστον αυτή η γλυκανάλατη μαλακία μου έρχεται στο μυαλό τέτοια ώρα, για να δικαιολογηθώ που σε νοστάλγησα.

Ένα χρόνο πριν, τέτοια ώρα, τέτοια μέρα, εγώ κι εσύ ήμασταν κάπου αγκαλιασμένοι κι ομολογούσαμε συναισθήματα και σκέψεις ο ένας στον άλλο. Θα μπορούσα να τα χαρακτηρίσω τόσο ψεύτικα όλα αυτά, αλλά δε θα το κάνω. Γιατί για εμένα, η αγκαλιά μας αυτή μένει ακόμη καλά σχηματισμένη στο κρεβάτι αυτό και τα λόγια σου ακόμα ηχούν στο κεφάλι μου.

Πέρασα καιρό νιώθοντας κενή, αλλά δεν κέρδισα κάτι. Τουλάχιστον όταν πονάω σε θυμάμαι κι έτσι κερδίζω κάποιες παραπάνω στιγμές μαζί σου, έστω κι ουτοπικές. Εξάλλου, κανείς δεν ερωτεύτηκε χωρίς να κάνει σχέδια στον ξύπνιο του. Είναι κάτι σαν να επισφραγίζει το καρδιοχτύπι η πρωινή ονειροπόληση.

Έρχομαι μαζί σου στις βόλτες και στα ταξίδια που γυρνάς. Είμαι μαζί σου στο μπαλκόνι που καπνίζεις. Κάθομαι δίπλα σου στα μπαράκια που βγαίνεις. Βρίσκομαι μονίμως στη θέση του συνοδηγού όταν μπαίνεις στο αμάξι. Αλλά κυρίως, πλαγιάζω μαζί σου τα βράδια και ξυπνάω μαζί σου τα πρωινά. Εσύ όμως δε με βλέπεις κι ούτε ξέρεις πως είμαι παντού. Πώς να ξέρεις άλλωστε; Αφού τίποτα από όλα αυτά δε συμβαίνει στα αλήθεια.

Δημιουργώ εικόνες τέτοιες, τόσο έντονες, λες και τις ζω. Θέλω και το κάνω, θέλω να πονέσω. Φοβάμαι το κενό γιατί το άφησες μεγάλο κι αβάσταχτο. Και τρομάζω κάτι ώρες που πια δε ζω μαζί σου και δε νιώθω τίποτα. Δε θέλω να σε ξεπλύνει ο χρόνος σαν άλλο ένα ανθρωπάκι που με έκανε και το έκανα να κλάψει. Αξίζουμε πιο μεγάλα πράγματα εμείς.

Το να αφήνεις κάποιον να φύγει δεν είναι πάντα εύκολο αλλά τις περισσότερες φορές επιβάλλεται. Εγώ όμως δε θέλω να επιβάλλω πια τίποτα στον εαυτό μου. Του επέβαλα μια φορά να αγαπήσει και τα κατάφερα. Μετά παραδόθηκα άνευ όρων γιατί εγώ έχασα τον έλεγχο μου κι ανέλαβες εσύ τα ηνία.

Και τώρα που κυριάρχησα πάλι εγώ στο είναι μου, καθόλου δε μου αρέσει. Ήσουν ο γητευτής της σκέψης μου. Κοίτα τώρα που δε σε έχω, κάνει το μυαλό όλα αυτά τα τρελά σενάρια πως κάπου βρεθήκαμε τυχαία και ερωτευτήκαμε πάλι απ’ την αρχή, λες και δε γνωριστήκαμε ποτέ.

Αιώνια λιακάδα ενός καθαρού μυαλού, αυτή θα ήθελα να ήταν η ιστορία μας. Αλλά δεν είμαστε ηθοποιοί κι ας υποκρινόμαστε. Απλά κοροϊδεύουμε τους εαυτούς μας πως δεν μπορούμε να υπάρξουμε. Όπως κοροϊδεύω και εγώ εμένα, πως αν δε σε θυμάμαι κι αδιαφορώ δε θα΄ναι καλύτερα.

Αλλά δεν είναι καθόλου καλύτερα. Δε γίνεται να αγαπήσεις χωρίς να πονέσεις και δε γίνεται να πονέσεις αν δεν αγαπήσεις. Αυτός ο γλυκός πόνος της ανάμνησης είναι το τελευταίο πράγμα που μου έμεινε από σένα και δε θέλω να το αφήσω να ξεθωριάσει. Το προτιμώ απ’ το να κοιτάω αδιάφορη περαστικούς και να μη νιώθω τίποτα για κανένα. Τουλάχιστον τώρα, νιώθω κάτι τελευταίο για χάρη σου.

Άνθρωποι είμαστε, έχουμε την ανάγκη να νιώθουμε. Γι’ αυτό ξεχωρίζουμε από καθετί άλλο. Κι εγώ δε θέλω να γίνω μια άψυχη ύπαρξη επειδή τελείωσε μια αγάπη για έναν απ’ τους δυο μας. Καλύτερα να θρηνήσω. Μέχρι να μου τελειώσει τελείως, μέχρι να βρω κάτι άλλο να σταματήσει ο πόνος, να μου γεννήσει κάποιο άλλο συναίσθημα. Κενή δε μένω. Σε κανένα δεν αξίζει τέτοια απαξίωση.

Συντάκτης: Έλλη Β. Ζάχου
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη