Φθινοπώριασε, έξω φυσάει ένας τρελός αέρας κι έχει συντροφιά κι ένα ψιλοβρόχι που το πάει από ‘δω κι από ‘κει, μάλλον το ξεναγεί στον κόσμο μας. Σάββατο, λίγο πριν ο χρόνος καλωσορίσει το μεσημεράκι, κάθεσαι αγκαλιά με τον νέο σου έρωτα και πίνετε το πρωινό σας καφεδάκι, πρωινό φυσικά αφού χθες το βράδυ του δώσατε να καταλάβει μέχρι το ξημέρωμα. Ωραία κατάσταση οι πρώτες ημέρες μιας σχέσης, τα πρώτα γνωρίσματα, το παιχνίδι, ο ερωτισμός που υπάρχει σε καθετί που συμβαίνει.

Νιώθεις ευτυχισμένος, δικαιωμένος, αυτή τη φορά πιστεύεις ότι έχεις βρει τον ιδανικό σύντροφο. Λάμπεις, λες κι έχεις κερδίσει τον πρώτο αριθμό στο τζόκερ. Μέχρι που χτυπάει το κουδούνι της εξωπόρτας, σιωπή. Σηκώνεσαι, στις μύτες των ποδιών, πας και βλέπεις απ’ το ματάκι της πόρτας. Η διαχειρίστρια. Αφήνεις το κουδούνι να χτυπάει επίμονα κι επιστρέφεις στον καναπέ. «Ευτυχώς που μας πέτυχε πάνω που φιλιόμασταν και δεν ακουγόντουσαν ομιλίες» σκέφτεσαι.

Πλησιάζεις το ταίρι σου στο αφτί και λες πολύ χαμηλόφωνα: «Η μητέρα μου, μάλλον περνούσε απ’ τη γειτονιά, κάποιος θα της άνοιξε βγαίνοντας από κάτω κι είπε να μου πει μια καλημέρα. Φαντάζομαι δεν είναι κατάλληλη στιγμή να γνωρίσεις τη μητέρα μου». Χαμογελάς και βάζεις το δάχτυλό σου στο στόμα δίνοντας το σήμα για ησυχία. Ουφ, φθηνά τη γλύτωσες. Δε θα ήταν κι ό,τι καλύτερο να άνοιγες στη διαχειρίστρια και να άρχιζε αυτή να λέει το ποίημά της ότι χρωστάς κι ότι πρέπει να πληρώσεις, διότι έρχεται χειμώνας και πρέπει να κάνετε συντήρηση στον καυστήρα, να βάλετε πετρέλαιο κι αλλά διάφορα.

Την επομένη, έρχεται το κολλητάρι σου στο σπίτι για καφεδάρα, του εξιστορείς το σκηνικό και κλαίτε απ’ τα γέλια. Από μέσα σου, όμως, κλαις και στην πραγματικότητα, διότι ό,τι χρωστάς πρέπει να το αποδώσεις κάποια στιγμή. Έτσι είναι το δίκιο. Έτσι ξέρεις κι εσύ, απλά τώρα από ρευστό δεν υπάρχει μία.

Τσουπ, δεν περνάνε πέντε λεπτά που κόπασαν τα γέλια και χτυπάει ξανά το κουδούνι της πόρτας. Το γνωστό σκηνικό, σηκώνεσαι και κοιτάς απ’ το ματάκι. «Ωχ –λες στο φιλαράκι σου– ο διπλανός που του χρωστάω κάτι δανεικά». «Σήκω, ντύσου και φύγαμε», του λες. Αυτός άφωνος κάνει ό,τι τον προστάζεις. Βάζεις κι εσύ παπούτσια και μπουφάν και με ύφος θλιμμένο ανοίγεις την πόρτα. «Τάκη μου, καλησπέρα» λες, «Είσαι καλά;» τον ρωτάς, δεν περιμένεις απάντηση και συνεχίζεις, «για τα λεφτά που σου χρωστάω μου χτύπησες φαντάζομαι;». Αυτός λέει ναι, κουνώντας παράλληλα καταφατικά το κεφάλι του. «Ξέρω, ξέρω» του λες. «Να, μας πρόλαβες στην πόρτα, πριν δέκα λεπτά μου τηλεφώνησε ο πατέρας μου και μου είπε ότι πάει τη μητέρα μου στο νοσοκομείο, διότι δεν είναι καθόλου καλά». Αυτός σε κοιτάζει καθηλωμένος, το ίδιο κι ο κολλητός σου που δε βγάζει άχνα κι που άθελά του συμμετέχει στην παράσταση που δίνεις. «Σε παρακαλώ, δώσε μου λίγο χρόνο ακόμα λόγω της κατάστασης». Τον έπιασες εξαπίνης, τι να πει ο άνθρωπος. «Βεβαίως», σου απάντησε και χαμογέλασε.

Κλειδώνεις την πόρτα, του λες ένα «ευχαριστώ πολύ» και φεύγετε τρέχοντας απ’ τις σκάλες, το να περιμένετε το ασανσέρ είναι κάτι επίφοβο στην προκείμενη, είναι αφορμή για περαιτέρω ερωτήσεις. Μπαίνοντας στο αυτοκίνητο, λες στον κολλητό σου «ευτυχώς που η μητέρα μου με σώζει από τέτοιες καταστάσεις». Δεν προλαβαίνεις να τελειώσεις τη φράση σου και τα γέλια γίνονται προβληματισμός.

Παρά το χαβαλέ των δικαιολογιών και την ευρηματικότητά τους, δε σ’ αρέσει που λες ψέματα, ούτε φυσικά που δεν είσαι εντάξει στις υποχρεώσεις σου. Εξάλλου, ξέρεις πως δεν μπορείς να κρύβεσαι για πάντα. Κάποιες φορές απλά το αναβάλλεις, γιατί θέτεις λάθος προτεραιότητες στα έξοδά σου κι άλλες όντως δεν μπορείς να ανταποκριθείς, ειδικά αν έχεις ξεμείνει από δουλειά. Μια αγκαλιά απ’ το φιλαράκι και μια υπόσχεση πως όλα θα πάνε καλά και πως θα ‘ναι κι αυτός δίπλα σου να σε βοηθήσει.

Μπορεί όταν χρωστάς να μη μένεις ποτέ μόνος, γιατί όλο και κάποιος θα σου χτυπήσει την πόρτα ή το τηλέφωνο, αλλά δεν είναι αυτό το ζητούμενο. Η ζωή θέλει να τη σέβεσαι για να σε σέβεται κι αυτή.

Κι όσο παλεύεις, με τον ένα τρόπο ή με τον άλλο, στα φέρνει όλα βολικά.

Συντάκτης: Βασιλική Μελισσουργού
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη