Δε σε κατηγορώ για την επιλογή που έκανες να παραμείνεις στη ζωή που είχες στήσει με τόση προσοχή. Σε αυτήν την καθημερινότητα και τη ρουτίνα που έχεις επιλέξει να ανασαίνεις καθημερινά. Σε κατηγορώ για τα παράθυρα που μου άφηνες ανοιχτά κάθε φορά που τα χέρια σου πληκτρολογούσαν το όνομά μου για να στείλουν ακόμη ένα μήνυμα.

Ένα μήνυμα που πάντα θα έφερνε στην επιφάνεια μια συγκεκριμένη κάθε φορά «μοναδική» κι «αξέχαστη» στιγμή που είχες μαζί μου. Έτσι ήταν πάντα οι στιγμές μας, βλέπεις, μοναδικές κι αξέχαστες…

Σε ξυπνούσαν απ’ τη ρουτίνα σου, σου θύμιζαν πώς είναι να ζεις πραγματικά. Αυτό λάτρεψες σε μένα, θυμάσαι; Που γέλαγες ξανά σαν να μην έχεις καμία έγνοια. Που ένιωθες πάλι μικρό παιδί στην εφηβεία. Χόρευες μαζί μου με το που ξυπνούσες, γέλαγες με τη καρδιά σου κι ό,τι στραβό ερχόταν με μία μου λέξη σου φαινόταν ένα ακόμα αστείο γεγονός και το ‘ριχνες και πάλι στα γέλια.

Φοβήθηκες να ζήσεις το απόλυτο. Τι σε έκανε να κάνεις πίσω, δε θα μάθω ποτέ πραγματικά. Ο φόβος μη βαλτώσει; Ο φόβος του να αφήσεις το σίγουρο και να πας εκεί που έτρεμαν τα πόδια σου; Έχουν μια τάση, βλέπεις, οι άνθρωποι να φοβούνται να αφήσουν το πόδι τους απ’ τη μια στάσιμη βάρκα για να μπουν στην άλλη που θα τους ταξιδέψει. Μα με το ένα πόδι στη μία βάρκα και με το άλλο πόδι στην άλλη δεν ισορροπείς, μάτια μου.

Μένεις στα σίγουρα, σε αυτά που σε κάνουν να αισθάνεσαι περισσότερο ασφαλής, ενώ στην πραγματικότητα είναι οι λιγότερο ασφαλείς καταστάσεις που θα μπορούσες να βρεθείς. Μάθε μία αλήθεια, λοιπόν. Το μεγαλύτερο ρίσκο είναι να μην παίρνεις ποτέ κανένα ρίσκο.

Δεν ξέρω με ποιον να τα βάλω. Με σένα που δείλιασες ή με μένα που για άλλη μια φορά πίστεψα σε κάτι αβέβαιο. Μα τι μπορεί να χαρακτηρίσεις βέβαιο στον έρωτα; Ποιος έχει την τόσο μεγάλη αρετή να μπορεί να επιλέξει για ποιον θα νιώσει; Άτιμο πράγμα η χημεία, βλέπεις, δεν ελέγχεις με ποιον θα την έχεις.

Αν με ρωτάς, δε μετανιώνω, όχι. Έδωσα και τα έχω καλά με μένα. Γέλαγες και γέλαγε η ψυχή μου. Σε σήκωνα όταν έπεφτες κι ένιωθα ένας μικρός ήρωας. Είναι πολύ όμορφο συναίσθημα να δίνεις αγάπη, φίλε μου. Να νιώθεις πλήρης όταν γεμίζεις με χρώμα ασπρόμαυρες ζωές.

Το καθήκον μου, όμως, κάπου εδώ τελείωσε. Δε χωράει άλλο ασπρόμαυρο στον κόσμο μου, γιατί ήδη τα χρώματά μου έχουν αρχίσει να ξεθωριάζουν. Και το να γίνω ασπρόμαυρη σαν όλους εσάς -Θεέ μου- θα ‘ναι η μεγαλύτερη κατάντια.

Συντάκτης: Ελπίδα-Μαρία Κουτσοπούλου
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη