Πάνε πολλά χρόνια από τότε που θυμάμαι για τελευταία φορά εκείνο το καφεδάκι που απολαμβάναμε παρέα με τη γιαγιά στον κήπο του σπιτιού. Ήταν καλοκαίρι, θυμάμαι, κι εμείς διαλέγαμε πάντα να τοποθετήσουμε το μικρό μας τραπεζάκι δίπλα ακριβώς από έναν ιππότη, ένα λουλούδι που λατρεύαμε κι οι δυο μας, μιας και μετά τη δύση του ηλίου αναδίδει ένα τόσο γλυκό και μεθυστικό άρωμα, που γαληνεύει όλο το είναι σου.

Κι ύστερα ξεκινούσαν οι συζητήσεις μας. Με τι θέμα άραγε; Ξανά και ξανά θα τόνιζε πόσο κοκέτα πρέπει να είναι μια γυναίκα. Κι ύστερα άρχιζε και άνοιγε μικρά-μικρά κουτάκια και μπαούλα, που είχε καταχωνιασμένα στη γκαρνταρόμπα της και θα μου παρουσίαζε τη vintage, πλέον, μόδα του ’60. Κάθε τι που μου έδειχνε μου το παρουσίαζε με τόση προσοχή κι εγώ καθόμουν να τη χαζεύω πλέον με τις ώρες. Όχι πάντα γι’ αυτά που μου παρουσίαζε, αλλά και για τη χαρά που ακτινοβολούσε όλο το πρόσωπό της.

Κάθε καφεδάκι που θα ετοίμαζε είχε ολόκληρη ιεροτελεστία. Και έτσι κι έπιανες δε εσύ το μπρίκι για να ψήσεις τον περιβόητο ελληνικό; Θα την άκουγες να σου τονίζει κάθε τρεις και λίγο το πόσο πρέπει να προσέξεις γι’ αυτό το διαολεμένο καϊμάκι. Αχ αυτό το καϊμάκι! Ακόμα θυμάμαι την πρώτη φορά που το πέτυχα. Έκανε λες και κέρδισα το λαχείο. Κι όλα αυτά για το καϊμάκι. Κι ύστερα αυτή η αγκαλιά της επιβράβευσης. Όλα γι’ αυτήν την αγκαλιά γινόντουσαν πάντα.

Το χειμώνα ο καφές θα συνοδευόταν πάντοτε από ένα γλυκό. Είτε κάποιο γλυκό του κουταλιού που θα είχε φροντίσει να ετοιμάσει για τις κρύες νύχτες από τον Αύγουστο κιόλας, είτε από ένα κομμάτι μιλφέιγ, που θα ετοιμάζαμε παρέα με το που έμπαινα μέσα στο σπίτι. Η μυρωδιά της βανίλιας και της σφολιάτας κυριαρχούσαν στον αέρα. Ένα κομμάτι της Edith Piaf σιγόπαιζε στο κασετόφωνο. La Vie En Rose. Αρκούσαν όλα αυτά να δημιουργήσουν την ατμόσφαιρα από ένα παραμύθι και να κάνουν ένα ασταμάτητο χαμόγελο να πλημμυρίζει το πρόσωπό μου.

Δεν είμαι από τα τυχερά παιδιά που έζησαν όσο θα ήθελαν τη γιαγιά τους. Πριν κιόλας ενηλικιωθώ την είχα χάσει, κάτι που μου στοίχησε πολύ όταν έφτασε αυτή η ώρα. Μα παρόλο που οι αναμνήσεις που έχω από εκείνη ανήκουν στο μακρινό παρελθόν, είναι τόσο έντονα χαραγμένες μέσα στο μυαλό μου, λες και περιγράφω γεγονότα της προηγούμενης εβδομάδας.

Σήμερα, αρκετά χρόνια μετά, και μην έχοντας πια αυτή την πρόσκληση για καφέ, δε σου κρύβω πως προσπαθώ πολλά απογεύματα της ζωής μου να κάνω αναπαράσταση αυτού του καφέ. Το κομμάτι γνωστό, τα υλικά για το γλυκό συγκεκριμένα και συντροφιά μια κούπα ζεστός καφές. Με καϊμάκι, ναι. Έμαθα πια.

Εικόνες όμορφες πλημμυρίζουν το μυαλό μου κι η καρδιά μου πιο ήρεμη από ποτέ χορεύει κι αυτή στους ρυθμούς του γνωστού κομματιού. Κι όλα είναι πια όπως τότε. Λες και είσαι εδώ. Είσαι εδώ.

Γι’ αυτό το καφεδάκι της γιαγιάς ήταν και θα είναι πάντα το πιο όμορφο απ’ όλα. Καθενός παιδιού για διαφορετικούς λόγους. Γιατί όσον αφορά το θέμα γιαγιά, ό,τι ηλικία και να φτάσεις, πάντα με τα μάτια του μικρού παιδιού θα την αντικρίζεις και με την ίδια ζεστασιά θα τη θυμάσαι. Όσα καφεδάκια και να πιεις, όσο καλό καϊμάκι και να έχουν. Πάντα της γιαγιάς θα είναι το καλύτερο.

 

Συντάκτης: Ελπίδα-Μαρία Κουτσοπούλου
Επιμέλεια κειμένου: Κατερίνα Καλή