Το να αναλύουμε και να ψάχνουμε αιτίες και λόγους για τι συμβαίνει όταν έρχονται και χάνονται άνθρωποι απ’ τη ζωή μας, είναι κάτι σαν δεύτερη φύση μας. Μας νοιάζει να ξέρουμε, μας νοιάζει να απαντάμε στα πράγματα, να έχουμε, αν όχι πάντα, τότε συχνά, μια εξήγηση γι’ αυτά.

Γι’ αυτό και στο poll αυτής της εβδομάδας, με ποσοστό 30% απαντήθηκε πως κάθε φορά που ένας άνθρωπος φεύγει απ’ τη ζωή μας, ψάχνουμε κι αναζητούμε το γιατί. Είναι κάτι σαν απολογισμός, κάτι σαν ανάγκη να δεις και να καταλάβεις τι ήταν αυτό που εν τέλει δε δούλεψε, πού πήγε λάθος κι έκανε την όποια σχέση να τελειώσει. Γιατί επέλεξε ο άνθρωπος που σε πλησίασε, αργότερα να απομακρυνθεί, τι άλλαξε κι από ποιον. Δεν ξέρω αν απαραίτητα περιέχει τοποθέτηση αυτή η άποψη, αν δηλαδή όλο αυτό γίνεται για να δοθούν ευθύνες. Περισσότερο έχει μια αναγνωριστική χροιά, για να ξέρεις ίσως κι εσύ ο ίδιος τι σου γίνεται.

Σε αντίθεση με αυτήν την άποψη πραγμάτων, σε ποσοστό 45% υπάρχουν κι αυτοί -κι αποτελούν την πλειοψηφία- που δηλώνουν συνηθισμένοι απ’ την απουσία των ανθρώπων, οπότε απλά αποδέχονται πως κάποιος θα έρθει και θα φύγει απ’ τη ζωή σου, θα σε πληγώσει ίσως, αλλά το έχεις συνηθίσει πια. Σαν να αποδέχεσαι μια φυσιολογική ροή πραγμάτων. Μπορεί να φαίνεται εκ πρώτης ως ματαιόδοξη κι ελαφρώς μοιρολατρική ως άποψη, ωστόσο θα μπορούσε να θεωρηθεί και διαυγής αντίληψη. Ξέρω ότι συμβαίνει, οπότε το αποδέχομαι και δεν το πολεμώ. Μπορεί να φέρει μια παθητικότητα στα πράγματα, ίσως όμως να φέρει και την πολυπόθητη γαλήνη. Τη γαλήνη που νιώθεις όταν απλά αποδέχεσαι πως κάτι τελείωσε.

Υπάρχουν βέβαια κι εκείνοι οι άνθρωποι που δεν ψήνονται να καθίσουν να κλάψουν πάνω απ’ το χυμένο γάλα. Που δεν έχουν χρόνο, ενέργεια, διάθεση ή μπορεί και την ευαισθησία καμιά φορά. Και δεν το εννοώ σε καμία περίπτωση ως κάτι αρνητικό. 17% των απαντήσεων, στέλνουν τους φυγάδες στο καλό και ζητούν και να μην τους γράφουν. Είναι λίγο-πολύ σαν να δηλώνεις, ίσως λίγο πεισματάρικα, ίσως πάλι εντελώς συνειδητοποιημένα πως αν δεν θέλει να μείνει, ας φύγει να τελειώνουμε. Αποφάσεις γρήγορες, κάθετες, μπορεί καμιά φορά βιαστικές, ίσως ασυνάρτητες με τις προσταγές του συναισθήματος. Μα σκοπό έχουν να προφυλάξουν αυτόν που μένει πίσω. Έφυγες εσύ, άρα εγώ θα προχωρήσω. Απλό, σχεδόν μαθηματικό.

Και καταλήγει η ερώτηση σε απαντήσεις ενός ποσοστού του 8% που δηλώνει ένοχος κύριε δικαστά, και μάλιστα φορτωμένος με όλη την ευθύνη. Άνθρωποι που ρίχνουν το φταίξιμο στους ίδιους, που πιστεύουν ότι οι ίδιοι προκάλεσαν την απομάκρυνση του άλλου από κοντά τους, που έχουν σίγουρο πως έκαναν κάπου ένα αδιόρθωτο λάθος που έφερε το τέλος. Γεμίζουν τύψεις κι ενοχές, αναγνωρίζουν ίσως λάθη τους, ή φαντάζονται πράγματα, προσπαθώντας να βρουν απαντήσεις. Είναι άνθρωποι που ψάχνουν τα λάθη μέσα τους κι όχι στον άλλον, που κοιτάζουν πρώτα τι μπορούν οι ίδιοι να διορθώσουν, πριν ρίξουν την ευθύνη αλλού. Δύσκολο κι επίπονο καμιά φορά.

Το μόνο δεδομένο είναι πως οι άνθρωποι έρχονται και φεύγουν, ελίσσονται κι εναλλάσσονται στις ζωές μας. Όπως και να αντιδράμε σε αυτό, το μόνο που μετράει είναι στο τέλος να μην υπάρχουν απωθημένα, να μη μένει πάντα κάτι που λείπει. Να προστατεύεις πρώτα την ψυχή σου κι ύστερα και τον άνθρωπο που τελικά έτυχε να φύγει απ’ τη ζωή σου. Κι η τύχη είναι αυτή που όπως έδιωξε κάποιον από κοντά σου, θα φέρει κάποιον άλλον, ίσως για να μείνει αυτήν τη φορά.

Συντάκτης: Γιοβάννα Κοντονικολάου
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη