Σήμερα το πρωί έκανα προσπάθεια να σηκωθώ απ’ το κρεβάτι μου για -σχεδόν- 45 λεπτά. Δεν έκανα κάτι, μη φανταστείς. Χουζούρεψα όσο μπορούσα και όταν τα μάτια μου είχαν ανοίξει αρκετά, πήρα το κινητό στα χέρια μου και άρχισα να χαζεύω. Δε βρέθηκε κάτι το αξιοσημείωτο για να μου τραβήξει την προσοχή.

Αφού σηκώθηκα απ’ το κρεβάτι, σκέφτηκα να κάνω ένα ντουζ, μήπως και δώσω στη μέρα αυτή μια κάποια ενεργητικότητα! Γδύνομαι και το μάτι μου πέφτει τυχαία στον καθρέφτη… Μια νυχιά στο στήθος μου. Με προσπερνάω επιδεικτικά, χωρίς να μου δώσω ιδιαίτερη σημασία και μπαίνω στο ντουζ ανοίγοντας τέρμα το καυτό νερό.

Ένα τσούξιμο στην πλάτη. Ψηλαφίζω με τα δάχτυλά μου και άλλη μια νυχιά!

Βγαίνω απ’ το μπάνιο κουβαλώντας ένα σώμα που πονάει και νιώθει την κούραση σε κάθε του βήμα. Φτιάχνω ένα ζεστό καφέ και κάθομαι γυμνός μπροστά στην τηλεόρασή μου. Απλώνω τα πόδια μου στο τραπεζάκι του σαλονιού. Μελανιά στο μπούτι.

Το πρόγραμμα στην tv προφανώς είναι χάλια. Δεν έχει κάτι να δω, αλλά εξακολουθώ ν’ αλλάζω συνέχεια κανάλια περιμένοντας να βρω κάτι καλό -ενώ ξέρω πως δε θα βρω κάτι αξιόλογο.  Τι αστεία αντιστοιχία ερωτικής ζωής και τηλεόρασης!

Όταν βαρέθηκα, άνοιξα το λάπτοπ μου και έψαξα κάτι να διαβάσω, κάτι να μου προκαλέσει το ενδιαφέρον και να με βγάλει απ’ την απραξία. Μαλακίες κι εκεί. Ξέρω πάλι πού καταλήγει αυτό.

Χτυπάει το κινητό. Μήνυμα.«Χάρηκα που τα είπαμε χθες». -Να πω παρομοίως; Βαριέμαι. Ντύνομαι, ανοίγω την πόρτα και φεύγω. Δεν ξέρω για πού. Δεν έχει ιδιαίτερη σημασία μάλλον. Καβαλάω δρόμους, πετάω αέρες, πηδάω κύματα και χάνω διαδρομές.

Φτάνω σ’ ένα «εκεί», ανάβω ένα τσιγάρο κι αγναντεύω. Κοιτάζω γύρω τους ανθρώπους, τα παιδιά, τα αυτοκίνητα, τα μαγαζιά, τις γόπες στο τσιμέντο, τον ουρανό, λίγο φως. Θα κάτσω, ώσπου να βραδιάσει. Ή μάλλον όχι. Δεν ξέρω τελικά! Όσο κινείται ο κόσμος, περπατώ χωρίς να περπατάω. Με καταλαβαίνεις; Όχι; Δε φταις εσύ. Τι θέλω;

Θέλω να φιληθώ μ’ όλο τον κόσμο. Δε θέλω ν’ ακουμπήσω όμως τίποτα και κανέναν. Θέλω το ενδιαφέρον, το άγχος και εκείνη την αθώα τοξικότητα. Απόψε, όμως, θέλω πάλι να κυλιστώ στα ξενέρωτα. Θέλω την ουσία, το χάδι, την ανατριχίλα. Θέλω βρόμικα κρεβάτια χωρίς νόημα και βαριεστημένο ύπνο σε τσαλακωμένα σεντόνια.

Τώρα που το ξανασκέφτομαι αν δε με καταλαβαίνεις, σίγουρα, φταις. Και τώρα δηλώνω δύσπιστος και χαμένος. Εσύ τι λες; Την αμαρτία μου πληρώνω, λες; Την έλλειψη πίστης;

Αν ο Θεός είναι κάτι γενικό κι αφηρημένο, εγώ τον είδα σε εσένα και σε εμάς. Τον είδα στον έρωτα και στην αγκαλιά. Τον είδα στο νοιάξιμο. Τον είδα να ζει και να βασιλεύει κι έτσι πίστεψα σ’ αυτόν. Μετά τον είδα να πεθαίνει. Σταμάτησα να πιστεύω πια!

Σκότωσες το Θεό. Καταλαβαίνεις τι έκανες; Μου γνώρισες το Θεό και μέχρι να τον αγαπήσω, τον είχες ήδη ξεκάνει.

Μ’ αυτά τα παιχνίδια λύπησης και τη μιζέρια σου τα γάμησες όλα. Μας γάμησες. Και κάτι πιο εγωιστικό; Γάμησες εμένα και με έκανες θύμα σου.

Τώρα που το σκέφτομαι, τουλάχιστον οι ξένοι μου κάνουν δύο νυχιές και μία μελανιά και αυτό είναι όλο. Μικρό το κακό.

Συντάκτης: Πάνος Κούλης
Επιμέλεια κειμένου: Αναστασία Νάννου