Όλοι έχουμε βρεθεί σε μια φάση της ζωής μας, που ο έρωτας χτυπάει την πόρτα, εμείς την ανοίγουμε, χαιρετάμε και φεύγει χωρίς να μπει. Και στο τέλος την αφήνουμε ανοιχτή και βαράμε το κεφάλι μας στον τοίχο. Αυτά προκαλούν τα απωθημένα.

Αρχικά, να ξεκαθαρίσουμε κάτι. Υπάρχει μεγάλη ποικιλία στα είδη των απωθημένων. Υπάρχει το απωθημένο που όλα πάνε καλά, κάτι -τι; έλα ντε- γίνεται και για άγνωστους λόγους όλα κόβονται απότομα και δεν προχωράει κανείς και τίποτα. Υπάρχει το απωθημένο «δεν κάναμε τον κύκλο μας ποτέ, αχ καημέ, αχ καημέ». Το απωθημένο «μας γλωσσoφάγανε οι γύρω, με τη βέργα θα τους δείρω» κι άλλα τόσα είδη που εγώ βαριέμαι να γράψω κι εσύ να διαβάσεις.

Σε όποιο είδος κι αν ανήκει το δικό σου απωθημένο, έχει σίγουρα ένα κοινό χαρακτηριστικό με όλα τα υπόλοιπα. Έχει πλήρη μεσάνυχτα ως προς το τι σημαίνει για σένα και πόσα βράδια άκουσες Κότσιρα κι Αλκίνοο για χατήρι του. Το φοβερό, λοιπόν, όπως προείπα, σε κάθε είδος απωθημένου, είναι πως το απωθημένο δε γνωρίζει τίποτα. Δεν έχει την παραμικρή ιδέα για το μέγεθος της ζημιάς που έχει προκαλέσει. Σκοτάδι πυκνό, που λέμε. Άρα ή  αυτό το δεχόμαστε ως κάτι φυσιολογικό και κλαίμε μέρα-νύχτα τη μοίρα μας ή μιλάμε; Μπα, όχι.

Προτιμάμε να κλαίμε και να το ξέρουμε εμείς και τα φιλαράκια μας, υποθέτω. Κι έρχομαι να κάνω την εξής ερώτηση. Ειλικρινά, δεν μπουχτίσαμε να κρατάμε όλα τα πράγματα, που έχουμε ανάγκη να πούμε, μέσα μας; Πόσο δύσκολο είναι να πιάσει ο καθένας το απωθημένο του και να πει όλα όσα έχει ανάγκη να πει και τον βαραίνουν; Τα πράγματα δεν είναι διόλου δύσκολα. Εμείς τα περιπλέκουμε, πάλι. Πάλι. Πάλι.

Σκέψου έναν κόσμο που ο καθένας θα είχε τα κότσια να πει «Ξέρεις κάτι; Μου αρέσεις πολύ. Θα μπορούσες να θεωρηθείς κι απωθημένο μου» ή «Ξέρεις κάτι; Θέλω να σε φιλήσω». Πόσο δύσκολο νομίζουμε ότι είναι να ειπωθούν αυτά τα πράγματα; Πάρα πολύ. Πόσο δύσκολο είναι, όντως, να ειπωθούν αυτά τα πράγματα; Καθόλου.

Χρειάζεται και λίγη αυτοπεποίθηση το θέμα. «Σκάσε, άκου με και μετά κάνε ό,τι σε φωτίσει, αλλά εγώ θέλω να μιλήσω». Παίζοντας τις κουμπάρες δεν πήγε μπροστά κανένας. Όλα τα άλλα έρχονται. Τα απωθημένα θέλουν να κάνεις το ψιτ για να πλησιάσουν. Δυσκολεύονται να μυρίσουν τα νύχια τους για το τι θέλεις εσύ.

Κι η κατάληξη έχει πολλές εκδοχές. Μπορεί ο άνθρωπος που φέρει τον τίτλο του «απωθημένου» σου να εξελιχθεί σε κάτι άλλο. Να γοητευτεί απ’ την όλη εξομολόγηση, να ανταποδώσει. Να γίνει κάτι τέλος πάντων. Δε σου κρύβω, βέβαια, ότι είναι πιθανό κι απλά να το πεις, χωρίς να υπάρξει καμία εξέλιξη. Αλλά κι αυτό αν το δεις απ’ τη σωστή οπτική γωνία, δεν είναι κάτι το κακό. Κανείς δεν πέθανε από μια χυλόπιτα.

Αυτό το βάρος που κουβαλάς στην πλάτη σου, μόλις μιλήσεις και πεις όλα όσα θέλεις, θα σε κάνει να νιώσεις υπέροχα. Και πίστεψέ με, θα νιώσεις υπέροχα, όταν καταλάβεις πως απαλλάχτηκες από αυτό. Αν κι η στιγμή που θα λες αυτά που θα λες, ίσως θα είναι λίγο άβολη -κι ίσως και λίγο πιο μετά-, το συναισθηματικό κέρδος που θα σου αποφέρει μια τόσο μικρή εξομολόγηση, δεν τη χωράει ανθρώπινος νους, αν δεν το ζήσει.

Γι’ αυτό πρέπει να απαλλαγεί αυτός ο κόσμος απ’ τα χαζά κόμπλεξ του που μόνο ευκαιρίες του στερούν και τίποτε άλλο. Η σκέψη «να μιλήσω ή να μη μιλήσω» πρέπει να πεταχτεί στα σκουπίδια και να αντικατασταθεί με την πεποίθηση «ας μιλήσουμε ο καθένας για όσα σκέφτεται, χωρίς ενδοιασμούς».

Στην τελική, οι έρωτες αξίζουν μόνο αν ξεχειλίζουν πάθος, κι όχι ερωτηματικά, όπως τα απωθημένα μας.

 

Συντάκτης: Πάνος Κούλης
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη