Όχι, δεν μπορώ να σε χορτάσω. Όσο κι αν προσπάθησα άλλο τόσο δεν τα κατάφερα. Δεν είναι ότι σε σκέφτομαι συνέχεια, είναι πως ακόμη κι όταν είμαι μαζί σου πάλι εσένα σκέφτομαι. Κάπως αρρωστημένο, θα έλεγε κάποιος, αλλά μάλλον αυτός ο κάποιος δεν ερωτεύτηκε ποτέ του!

Κι είσαι κι εσύ που με διαβάζεις τώρα κι είσαι έτοιμος να με βρίσεις και να κλείσεις αμέσως τη σελίδα μου επειδή πιστεύεις πως εσύ είσαι ανώτερος και πως εσύ δε χρειάζεσαι κάποιο άλλο ανθρώπινο ον για να είσαι ευτυχισμένος. Και θα μου καταλογίσεις αδυναμία χαρακτήρα κι άλλες βλακείες που δεν κατάλαβα ποτέ μου.

Όμως ανέκαθεν υποστήριζα πως είμαστε ολόκληροι από μόνοι μας, οπότε κάτι λάθος κατάλαβες! Το να μη χορταίνεις τον άνθρωπό σου δείχνει ένα πάθος ανίκητο, μια γλυκιά υπερβολή και μια ζωτικής σημασίας ανάγκη για συντροφικότητα. Υπάρχουν στιγμές που δε χορταίνει το άγριο θηρίο μέσα σου κι άλλες που δε χορταίνει το ναζιάρικο παιδάκι.

Πες μου, λοιπόν, εσύ που τα ξέρεις όλα, αν μετά από ένα παθιασμένο βράδυ που τα σεντόνια σου πήραν φωτιά μπορείς να πας για ύπνο χωρίς τον άνθρωπο που σου άναψε κι έσβησε τις φωτιές σου. Πες μου αν μπορείς να ξυπνήσεις την επόμενη μέρα το πρωί και τα μάτια του ανθρώπου σου να μην είναι το πρώτο πράγμα που θ’ αντικρίσεις.

Πες μου κι αν μετά από μια ατελείωτη Κυριακή με βόλτες και τσιγάρα, με σουβλάκι στο χέρι και πεταμένα τζιν σακάκια στους ώμους, με παγωτό φράουλα-σοκολάτα και με φιλιά στην παραλία, μπορείς να αποχωριστείς την ανάσα δίπλα σου. Πες αλήθεια! Μπορείς να γυρίσεις στο σπίτι μόνος; Κι αν μπορείς, θέλεις;

Θες να μου πεις αν μπορείς να πας διακοπές στο βουνό ένα ολόκληρο Σαββατοκύριακο και στην επιστροφή να αποχωριστείς τον άνθρωπό σου; Να είναι δειλινό, η ώρα εκείνη που δεν είναι ούτε ακόμη βράδυ μα ούτε έχει φως. Να παίζει στο ραδιόφωνο ό,τι να ‘ναι. Ο δίπλα οδηγάει ανέμελα και σφυρίζει νομίζοντας πως ακολουθεί το ρυθμό του τραγουδιού. Φοράει γυαλιά ηλίου κι εσύ από μέσα σου γελάς, γιατί πλέον σκοτεινιάζει. Ξέρεις ότι δεν οδηγάει ποτέ χωρίς αυτά και καμιά φορά ξεχνιέται. Είσαι μισοξαπλωμένος στην καρέκλα του συνοδηγού και τον κοιτάς. Εκείνο το λεπτό, πες αλήθεια αν τον χορταίνεις. Ακόμη κι αν ξέρεις ότι σε λίγο θα ‘ναι παρελθόν, ότι η αμέσως επόμενη στιγμή θα έρθει να σβήσει την προηγούμενη. Πες μου, λοιπόν, μπορείς να πεις με σιγουριά ότι τον χόρτασες; Ότι μπορείς να γυρίσεις στο σπίτι χωρίς αυτόν;

Ή όταν κουρασμένοι κι οι δυο απ’ τη δουλειά κάθεστε στον καναπέ με κινέζικο και μπιρίτσα χαζεύοντας τηλεόραση; Ακόμη κι αν κάθε νύχτα κάνεις το ίδιο κι αν ακόμη σιχαίνεσαι το κινέζικο, μπορείς να πεις ότι χορταίνεις τον άνθρωπό σου; Ότι χορταίνεις τη μυρωδιά του και τ’ αγγίγματά του; Ότι χορταίνεις τα χάδια και τα φιλιά του; Την παρουσία του και τ’ αστεία του; Τις σιωπές του και τις γκρίνιες του; Τις συνήθειες και τη μουρμούρα του;

Κι αν απάντησες ότι μπορείς, τότε έχασες! Αν μπορείς, τότε δεν είσαι ερωτευμένος, είσαι βολεμένος. Δε σου χαλάω τα σχέδια του γάμου, σε προσγειώνω στην πραγματικότητα. Μη μου πουλήσεις το παραμύθι πως οι σχέσεις παλιώνουν και πως ο έρωτας περνάει, δε θα τ’ αγοράσω, που να χτυπιέσαι.

Να είσαι ανεξάρτητος; Ναι! Να μπορείς να υπάρξεις και μόνος σου; Μάλιστα! Αλλά αν είσαι ερωτευμένος να μη χορταίνεις, να ποθείς και να γουστάρεις, να είσαι αρρωστάκι και να γουστάρεις, να μη σου φτάνουν είκοσι τέσσερις ώρες τη μέρα για να είσαι μαζί του και να γουστάρεις. Να το ζεις στα άκρα και να γουστάρεις. Κι αν δε γουστάρεις, δεν έγινε και τίποτα, μόνο που χάνεις τόσα πολλά. Δε φαντάζεσαι πόσα!

 

Συντάκτης: Ναταλία Κωνσταντινίδου
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη