Κάποιοι άνθρωποι γεννήθηκαν ψυχροί και στριμμένοι, δίχως την παραμικρή επιθυμία για χάδια. Είναι αυτοί που τους αγκαλιάζεις και παραμένουν με τα χέρια σε ευθεία γραμμή και τείνουν να βγάλουν το κεφάλι τους έξω απ’ την περίμετρο της αγκαλιάς. Είναι οι ίδιοι που αν τους φιλήσεις στο μάγουλο, αφού ξινίσουν τη μούρη τους, σκουπίζονται αδιαφορώντας για το αν αυτό είναι προσβλητικό.

Ως επί το πλείστον ήταν έτσι ήδη απ’ την παιδική τους ηλικία. Δεν ήταν από τα παιδιά που έτρεχαν στη μαμά τους για αγκαλιά, πόσο μάλλον τα παιδιά που της έδιναν ένα φιλάκι όλο χαρά και νάζι. Η συμπεριφορά τους πιθανότατα να ήταν παρεμφερής με την τωρινή. Ο κόσμος που τους φιλούσε σε μέτωπα και τους κάτσιαζε τα μάγουλά τους ήταν σε ένα μικρό βαθμό αποκρουστικός.

Τους χαϊδεύεις τα μαλλιά και γκρινιάζουν καθώς ενοχλούνται από αυτήν την αίσθηση. Δε θέλουν έντονες αγκαλιές, δεν μπορούν να απαντήσουν με τον κατάλληλο τρόπο σε γλυκανάλατα πράγματα. Άλλωστε για εκείνους μοιάζουν λίγο πικρόχολα. Στους αποχαιρετισμούς είναι αυτοί που στέκονται πίσω-πίσω κι η αγκαλιά τους μοιάζει αδιάφορη και ψυχρή. Δύσκολα θα δακρύσουν. Δύσκολα θα εξωτερικεύσουν  τα συναισθήματά τους ενώπιον του κόσμου.

Γενικότερα, δεν μπορούν εύκολα να εκφράσουν τα συναισθήματα τους και κάθε φορά που η περίσταση προϋποθέτει κάποια ρομαντική εξομολόγηση είναι ανίκανοι να ανταπεξέλθουν και να αφεθούν. Έχουν συνηθίσει τη σταθερότητα του να στέκεσαι αποστασιοποιημένος απ’ τα γλυκανάλατα πράγματα. Τα μεγαλύτερά τους αισθήματα βρίσκονται στις ίδιες τους τις πράξεις, οι όποιες σπανίως θέλουν να γίνονται σε εμφανές οπτικό πεδίο.

Τους αρέσει να κλείνονται στο κέλυφός τους, δίχως να μπορεί κανείς να τους αποσπάσει λίγα χάδια. Είναι επιλεκτικοί ως προς το σε ποιον θα ανοιχτούν και πόσο. Μετράνε τα λόγια τους και τις κινήσεις τους, φοβούμενοι μήπως παραφερθούν και γίνουν περισσότερο εκδηλωτικοί από όσο είναι –τουλάχιστον για εκείνους– το δέον.

Γιατί είναι έτσι κανείς δεν ξέρει. Ούτε κι οι ίδιοι. Όταν είναι ακόμα παιδιά, ίσως έχουν βαρεθεί τις φίλες της γιαγιάς να τους τσιμπάνε και να τους λένε όλο γλυκόλογα. Όσο μεγαλώνουν όμως κάπου θα αναγκαστούν να ανοιχτούν κι όσους τοίχους έχουν να τους γκρεμίσουν. Και τα χέρια που στέκονται κάθετα στον άξονα του σώματος, να τυλιχτούν και να σφίξουν έναν άλλον άνθρωπο. Χωρίς να τους ενδιαφέρει εκείνη τη χρονική στιγμή πόσο εκδηλωτικοί υπήρξαν.

Όταν τους δεις να ανοίγονται, μοιάζουν εμβληματικοί στα μάτια σου. Θα είναι απ’ τις στιγμές που θα πεις από μέσα σου «Κοίτα να δεις που τον έκανε να ανοιχτεί τελικά». Και θα το θαυμάσεις περισσότερο από οποιοδήποτε ρομαντικό ειδύλλιο, διότι εκεί φαίνεται πόσο η αγάπη μπορεί να σε αλλάξει. Είτε είναι φιλική είτε ερωτική.

Η στοργή που θα δείξουν στον καλύτερό τους φίλο όταν υφίσταται ανάγκη, αναδεικνύει ότι κι οι ίδιοι έχουν συναισθήματα, απλώς τα περιορίζουν ως προς την εκδήλωσή τους. Κι αν ερωτευτούν κι αισθανθούν πλήρη οικειότητα παύουν να είναι αγγούρια και σε κάνουν να αναρωτιέσαι αν τους τσίμπησε μύγα τσετσέ. Αν και στην πραγματικότητα γνωρίζεις πως ο έρωτας είναι υπαίτιος της αλλαγής.

Ποτέ όμως δε θα είναι με όλους γλυκοί και στοργικοί. Ποτέ δε θα αγκαλιάσουν κάποιον απλά για να το κάνουν. Ακόμη και τα λόγια τους θα παραμείνουν μετρημένα σε όσους είναι απαραίτητο να ειπωθούν. Δε θα τους νοιάξει αν τους πούνε ξυλάγγουρα και στριμμένα άντερα.

Στο τέλος, στα άτομα στα οποία θα φερθούν διαφορετικά, θα είναι αριθμημένα στα δάχτυλα. Αλλά θα μπορείς να αναφερθείς σε μεγάλες φιλίες, ανιδιοτελείς δεσμούς και μεγάλους έρωτες.

 

Επιμέλεια Κειμένου Χριστίνας Χατζηθεοδώρου: Πωλίνα Πανέρη

Συντάκτης: Χριστίνα Κουλιάτσα