Απ’ τα πράγματα που αγγίξαμε για λίγο κι έπειτα αναγκαστήκαμε βίαια να τ αφήσουμε γεννήθηκαν τ’ απωθημένα. Κάπου εκεί, ανάμεσα στον ενθουσιασμό που δεn μπόρεσε να κορυφωθεί και σ’ έναν έρωτα που ποτέ δεν κατάφερε να γίνει αγάπη.

Τ’ απωθημένα βρίσκονται εκεί για να σε τρελαίνουν σ’ ανυποψίαστες για σένα στιγμές. Δεν ξέρεις πότε κι αν θα τα ξαναδείς. Βρίσκονται στο πίσω μέρος του μυαλού, μα πάντα είναι εκεί να σου θυμίζουν, έστω και για ελάχιστο, την ύπαρξή τους. Ένας γιατρός θα μιλούσε γι’ αυτά όπως αναφέρεται σ’ έναν ιό που υποτροπιάζει και κάθε φορά τα συμπτώματά του γίνονται πιο έντονα.

Έτσι και τ’ απωθημένα σε στοιχειώνουν κι εκεί που θεωρείς πως ξεπέρασες μία και καλή τον ιό ξαναεμφανίζεται στη ζωή σου. Όσο δεν υπάρχει σημείο επαφής, ένα βλέμμα, μια χειραψία, αυτά κατοικούν στο υποσυνείδητό σου, περιμένοντας γοερά τη στιγμή που θα λάβουν το έναυσμα για να ξυπνήσουν απ’ το λήθαργο.

Τ’ ανολοκλήρωτο φαντάζει στο νου μας ιδανικό και τέλειο. Ταιριάζει και με μια ερωτική ουτοπία. Κι αυτή όσο παραμένει απλησίαστη, τόσο πιο πολύ επιθυμείς να την κυνηγήσεις. Μπορεί αν γευτείς τον απαγορευμένο καρπό, να τον απομυθοποιήσεις τόσο γρήγορα, όσο ξαφνικά τον θεοποίησες. Μα όσο πιθανό κι αν μοιάζει αυτό το σενάριο, τη στιγμή που βρίσκεται κοντά σου, αλλά δεν είναι δικό σου, το θες όσο τίποτα άλλο.

Η φράση «απωθημένον φυγήν αδύνατον» είναι το πρώτο πράγμα που θ’ ακούσεις, όταν μιλήσεις γι’ αυτά. Όλα τ’ ανεκπλήρωτα συναισθήματα, τα λόγια τ’ ανείπωτα έρχονται και ξανάρχονται κατά στιγμές. Άλλα απ’ αυτά δεν τ’ άγγιξες ποτέ κι άλλα τα χάρηκες για λίγο. Και στις δύο περιπτώσεις η πληρότητα εκλείπει. Προσπαθείς να γυρίσεις κάθε φορά τη σελίδα, μα κάθε φορά είναι αυτό το «κάτι» που σε γυρνά στην προηγούμενη. Ξεκινάς να διαβάσεις λίγο απ’ την επόμενη, κρυφοκοιτάζεις ώστε να διαβάσεις λίγο τη συνέχεια αλλά δε σ’ αφήνει να διαβάσεις αρκετά. Ξαναγυρνάς, διαβάζεις την ίδια παράγραφο ξανά και ξανά, τα ίδια γράμματα, περιμένοντας μια διαφορετική κατάληξη. Περιμένοντας έστω και μία εξέλιξη.

Σου υπενθυμίζουν τα «αν» και τα «γιατί» που ποτέ δεν απαντήθηκαν, όταν ξαναβρίσκονται μπροστά σου. Είναι απ’ αυτούς τους ανθρώπους που θα προσπεράσετε ο ένας τον άλλον στο δρόμο, αλλά θα γυρίσετε διακριτικά να κοιτάξετε πίσω. Κι εκεί τρελαίνεσαι περισσότερο, γιατί πιάνεις τον εαυτό σου να σκέφτεται γιατί δεν τα καταφέρατε οι δυο σας. Τόσον καιρό το μυαλό σου απωθεί τη σκέψη αυτού του ατόμου, αλλά στην όψη του ξαναβγαίνει στην επιφάνεια.

Δεν υφίσταται λύση για τ’ απωθημένα, εκτός αν καταφέρουν ν’ απομυθοποιηθούν. Μα πλέον παύουν να ‘ναι κι απωθημένα. Παύεις να τρελαίνεσαι κάθε φορά που τον βλέπεις τυχαία μετά από καιρό. Γενικώς, δεν απελπίζεσαι πια. Τα ‘χεις κατεβάσει απ’ το βάθρο κι η τελειότητα που τους προσέδιδες είναι πλέον παρελθόν.
Ίσως απ’ την άλλη, όντως, τ’ απωθημένο να ταυτίζεται με την τελειότητα, με την ουτοπία που εσύ έχεις φανταστεί. Αλλά με υποθέσεις δεν μπορείς να επιβιώσεις κι ούτε θα ‘πρεπε να το επιζητεί κανείς αυτό.

Όμως η όλη δημοτικότητα που λαμβάνουν τ’ απωθημένα είναι πριν καταστραφούν ολοσχερώς ή καταφέρουν ν’ ανθίσουν. Οι στιγμές που σε κατακλύζουν τα συναισθήματα για τ’ απωθημένο είναι διάσπαρτες στο χρονικό σου. Μια συνάντηση τυχαία, μια εκδήλωση που γνώριζες πως θα ‘ναι εκεί κι αγχώθηκες πριν ακόμη πας. Η ελπίδα να ειδωθείτε, ψάχνοντας το πρόσωπό του στα πρόσωπα των υπολοίπων.

Και γίνονται όλο και πιο έντονα κάθε φορά που λαμβάνεις λίγο απ’ τη δόση σου. Κι η πιο μικροσκοπική ματιά είναι ικανή να σου ξυπνήσει συναισθήματα που βρίσκονταν σε χειμέρια νάρκη. Σ’ υπνωτίζει και φέρεσαι απερίσκεπτα, παίρνοντας αποφάσεις που υπό άλλες συνθήκες ούτε που θα φαίνονταν στον ορίζοντα. Άλλες φορές οι συνέπειες είναι αρνητικές. Κι υπάρχουν άλλες φορές που οι επιπτώσεις αξίζουν όλο το θάρρος που δίσταζες να βρεις μέχρι πρότινος. Κάνουν τ’ απωθημένο να ‘ναι πραγματοποιήσιμο. Κι ανεξάρτητα απ’ το αν θα επέλθει η απομυθοποίησή του ή όχι, η στιγμή της πραγμάτωσης δεν μπορεί να συγκριθεί με κανέναν εφήμερο έρωτα

 

Επιμέλεια Κειμένου Χριστίνας Χατζηθεοδώρου: Ιωάννα Κακούρη

Συντάκτης: Χριστίνα Κουλιάτσα