Δεν μπόρεσες να «διαβάσεις» τις λέξεις της ψυχής μου. Δεν μπόρεσες ποτέ να καταλάβεις τι πραγματικά εννοούσα. Αδιαφορούσες για τις παύσεις και τα θαυμαστικά μου. Ήρθε η ώρα, λοιπόν, να δεις πώς είναι οι τελείες μου. Έχεις αναρωτηθεί άραγε πόση δύναμη μπορεί να κρύβει μέσα της μία τελεία; Καταφέρνει να σε κάνει να αναθεωρήσεις για πολλά. Αρκεί να διώξεις από μέσα σου καθετί που δεν ήταν πραγματικό. Σου βάζω δύσκολα, ξέρω.

Οι τίτλοι σε κάθε κεφάλαιο της ζωής μου ήταν ευανάγνωστοι. Μα, εσύ ήσουν στον δικό σου κόσμο, που δεν είχε αρχή και τέλος. Λες και δε σου αρέσαν οι ολοκληρωμένες ιστορίες. Σε φόβιζαν τα ερωτηματικά και σε έπνιγε η σιωπή. Η αδυναμία σου να κυνηγήσεις ένα όνειρο, ήταν εμφανής. Ταξίδευες σε ήρεμες θάλασσες, σε καταλαβαίνω. Βρισκόσουν πάντα στα ρηχά. Τα κύματα σε τρομάζαν όπως κι οι θύελλες.

Κι όταν έγραφα για το «μαζί» μας, νόμιζες ότι δεν κατάφερνα να κοιμηθώ τις νύχτες επειδή σε σκεφτόμουν συνεχώς. Αλλά, η αλήθεια είναι, ότι έγραφα για ένα οικείο συναίσθημα. Στιγμές όπου η ζωή έμοιαζε θαυμάσια και μαγευτική. Μια αίσθηση που δύσκολα θα μπορούσα να ξεχάσω. Και δεν το μετάνιωσα καθόλου. Διαφορετικά θα έδινα αξία στη δειλία. Κι αυτό θα αλλοίωνε τον χαρακτήρα μου.

Τελικά, μου άρεσε όλο αυτό που ζούσαμε κι όχι εσύ. Όμως, ο έρωτας είναι ρίσκο. Χωρίς απαντήσεις κι εγγυήσεις. Είναι ατρόμητος, αλλά όχι ανόητος.  Σου δίνει τη δυνατότητα να καταστραφείς, να χάσεις τον εαυτό σου, να περπατήσεις μακριά με μια θρυμματισμένη καρδιά και να μην πεις τίποτα άλλο, εκτός από το ότι προσπάθησες.

Είναι όμορφη και σαγηνευτική η επικινδυνότητά του. Είναι ένα περίπλοκο μα κι απίστευτα υπέροχο ρίσκο που παίρνουμε πρόθυμα όταν βρούμε κάποιον άνθρωπο του οποίου ο καρδιακός ρυθμός ταιριάξει με το δικό μας. Ακόμα κι αν το ένστικτό μας δε συμφωνεί. Θα χάσουμε πολλά, αλλά θα κερδίσουμε ακόμα περισσότερα.

Δε θα σου κρύψω ότι υπήρχαν νύχτες που έγραφα για το πόσο μου έλειπες. Για τον αληθινό σου εαυτό κι όχι γι’ αυτόν που εντέχνως υποκρινόσουν ότι είχες. Για τα πράγματα που με έκανες να πιστέψω. Μου έλειπαν όλα αυτά που είχα αισθανθεί μαζί σου. Το χαμόγελό μου, όταν έβλεπα το όνομά σου στην οθόνη του κινητού όταν μου τηλεφωνούσες. Το κόκκινο χρώμα που χρωμάτιζα το μέλλον μας. Το χρώμα του πάθους και του μίσους.

Αλλά το μίσος είναι κι αυτό ένα συναίσθημα, που δε σου αξίζει. Σου χαρίζω την αδιαφορία μου. Μέσα από αυτή θα μάθεις πολλά για σένα. Εύχομαι να τα δεις και να τα κρατήσεις. Αν και δεν πιστεύω πως θα το κάνεις. Ο εγωισμός σου δε θα σου το επιτρέψει.

Ακόμα κι αν ερμηνεύσεις τα λόγια μου όπως θέλεις, δε θα βγάζει νόημα γιατί εγώ μιλάω τη γλώσσα της αλήθειας, της γαλήνης, της ηρεμίας και της «διαφάνειας». Γι’ αυτό και σου φαινόντουσαν όλα θολά και σκοτεινά. Μετέφραζες τα πάντα σύμφωνα με το πώς λειτουργούσε το μυαλό σου. Κι εκεί μέσα υπήρχε ένα χάος. Όχι εκείνο το χάος που είναι όμορφο. Μην μπερδεύεσαι. Το δικό σου έμοιαζε μ’ έναν λαβύρινθο που δεν έχει έξοδο. Το χρώμα του ήταν το γκρίζο.

Οι λέξεις μου –όπως κι πράξεις μου– είναι μια αντανάκλαση του εσωτερικού μου κόσμου. Κάποιες φορές είναι αντιφατικές και λανθασμένες. Σκληρές κι εύθραυστες ταυτόχρονα. Αλλά πάντα είναι αληθινές. Δεν έχουν να κρύψουν τίποτα. Αυτός είναι κι ο πραγματικός τους ρόλος.

Ήμουν ανοιχτό βιβλίο για σένα. Μέσα του, θα έβρισκες την ουσία και τις καλύτερες λεπτομέρειές μου. Μπορούσες να γυρίσεις εύκολα τις σελίδες του. Κρίμα που δεν ήξερες να διαβάζεις. Και τώρα που το δεδομένο έγινε ζητούμενο μπορείς να συνεχίσεις να ταξιδεύεις σε εύκολους προορισμούς.

Συντάκτης: Δημήτρης Μπότης
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη