Έχει περάσει μια βδομάδα. Η βδομάδα των παθών. Ευτυχώς δεν έτυχε ακόμα να τον συναντήσεις. «Καλύτερα που το γλύτωσα» σκέφτηκες κι ούτε το κυνήγησες. Δεν τον έψαξες αν και ήξερες ακριβώς που πήγε και ποιες ώρες. Δεν τον ενόχλησες αν και πιθανότατα ήξερες πότε έβγαζε τα μάτια του με μια άλλη.

Τι θάρρος, Θεέ μου, και τι υπομονή. Αυτή τη φορά δε σε πείραξε. Είναι πράγματα που σου έχουν ξανασυμβεί, τα έχεις ξαναζήσει με τον ίδιο άνθρωπο, οπότε ακόμα μια φορά δεν είναι και κομμός κεφαλής. Ήξερες λοιπόν πως κάτι δεν πάει καλά, μόνο που δεν ήξερες τι ακριβώς κι έψαξες να το βρεις.

Ένα χρόνο κοντά επιδείξατε μια τρομερή κατανόηση ο ένας για τις ανάγκες του άλλου. Κάτι μικροκαβγάδες μόνο, δυο-τρεις υστερίες δικές σου, μα πάντα όλα τα εκλογικεύατε. Ή καλύτερα εκείνος. Εκείνος τα εκλογίκευε βασιζόμενος στη δική του λογική και στα ‘δινε έτοιμα, τροφή μασημένη.

Έπρεπε να ‘ρθει αυτή η βδομάδα, έπρεπε να το φτάσεις μέχρι τέλους για να καταλάβεις πως εκείνη η προσωπική του λογική δεν είχε καμία σχέση με την κοινή λογική. Ούτε με τη δική σου είχε βέβαια, αλλά δεν είναι ώρα τώρα να πιάσουμε τα άκρα.

Ένας σκληροπυρηνικός yolo Δον Ζουάν με μια σχεδόν γοητευτική λογική. Κάθε φορά που σε ρωτούσε, εσύ έγνεφες καταφατικά. Ναι, την καταλάβαινες τη λογική του προς στιγμήν. Άκουσα μάλιστα πρόσφατα, πως οποιαδήποτε λογική μπορείς να σκεφτείς, τότε υπάρχει. Μόνο που σε μερικές λογικές, όταν τις σκεφτείς λίγο παραπάνω, βρίσκεις παντού ψεγάδια. Και κάτσε μετά εσύ να χτυπιέσαι γιατί δεν μπορείς να καταλάβεις πού τις βρίσκουν αυτές τις λογικές και πώς τις αντέχουν. Εσύ προσπάθησες πάντως, μόνο που απέτυχες στη χώνεψη.

Διαφορετικοί άνθρωποι, διαφορετικοί κόσμοι. Γι’ αυτό τσακωθήκατε και γίνατε μαλλιά κουβάρια. Όχι αγάπη μου, αυτό δεν είναι μια απλή ασυμφωνία χαρακτήρων, ασυμφωνία συναισθημάτων είναι. Για το πήδημα βρεθήκατε και για το πήδημα συνεχίσατε. Αλληλοδιαλεχτήκατε για τις σωματικές σας ανάγκες. Εντελώς τυχαία συναντηθήκατε κι εντελώς τυχαία συμπαθηθήκατε. Ανεξάρτητο το ένα απ’ το άλλο.Κι ύστερα έτυχε να πείτε και μια κουβέντα παραπάνω. «Θα βρεθούμε για λίγο» λέγατε και καταλήγατε να γυρνάτε χαράματα στο σπίτι. Κομμάτια κι οι δυο στη δουλειά το πρωί, μα το ξανακάνατε.

Ώσπου του γύρισε το μάτι. Να σταματήσετε να μιλάτε κι αν τύχει θα βρεθείτε. Κι εσύ σαν άλλη Ωραία Κοιμωμένη το δέχτηκες. Αφού όλα είναι συμπτώσεις, όλα είναι yolo. Μη μου πεις, ξαναβρεθήκατε; Τυχαία; Τρεις, πέντε, δέκα φορές;  Λυπάμαι που θα σε στεναχωρήσω αλλά το «τυχαία» είναι μία, άντε το πολύ δυο φορές. Από ‘κει κι έπειτα είναι ξεκάθαρα επιλογή σας.

Και φτου κι απ’ την αρχή. Τώρα οι δυο κουβέντες παραπάνω έγιναν τρεις. Μια κατανόηση, μια τρυφερότητα, μια αγάπη να πλανιέται στον αέρα; Πώς να το πω; Μπα, τυχαίο θα ήταν. Σίγουρα τυχαίο, γιατί μετά από το καλοκαίρι ο Δον Ζουάν αποφάσισε να γυρίσετε πάλι πίσω στο χειμώνα. Μάλλον είναι κι αυτό στα πλαίσια της αλλόκοτης λογικής του. Τι να το κάνεις όμως; Είχες ήδη μαζεμένα πολλά, ήταν η ώρα σου να ξεσπάσεις. Ήταν η ώρα σου να ξεράσεις μια-μια όλες εκείνες τις πεταλούδες που είχες στο στομάχι σου. Φώναξες, έβρισες, ξαλάφρωσες επιτέλους, άσχετα ότι τώρα που ξανασκέφτεσαι τα λόγια που είπες, βρίσκεις πως δεν είχαν κανένα νόημα. Σ΄έπνιγε το άδικο κι είπες τις ασυναρτησίες σου.

Ήταν η πρώτη φορά που του πήγες κόντρα. Τι ανακούφιση! Του μίλησες επιτέλους γι’ αυτή τη σκάρτη κι άχρηστη λογική του. Του φώναξες πως έχεις κι εσύ τη δική σου λογική, πως τη θέλεις, σ’ αρέσει και δεν την αλλάζεις. Αυτός ήταν κι ο λόγος που αρνήθηκες την οποιαδήποτε εξήγηση είχε να σου δώσει εκείνο το βράδυ. Ίσως και να φοβήθηκες την πλύση εγκεφάλου που θα μπορούσε να σου κάνει. Πυρ και μανία, του πέταξες ένα κάρο προσβολές στα μούτρα κι έφυγες με το κεφάλι ψηλά.

Κι έτσι, με το κεφάλι ψηλά περνάς τη «Μεγάλη Εβδομάδα» σου. Θυμάσαι τώρα ένα προς ένα όλα τα μαχαίρια που σου κάρφωσε και τα ξανακαρφώνεις όπου βρεις πληγή ανοιχτή. Να τελειώσει. Θα τελείωνε, αν οι πληγές σου ήταν ανεπανόρθωτες.

Μόνο που το «τέλος» δεν το άκουσες ποτέ, κανείς σας δεν το ξεστόμισε. Συμφορά μας. Έπρεπε να το είχε πει εκείνος, έπρεπε να στο χαρίσει, γιατί σου άξιζε. Προσπάθησες να τον καταλάβεις και δεν τα κατάφερες, έπρεπε να μην έχει επιτρέψει να φτάσετε ως εδώ αυτός που είχε τη δύναμη.

Τώρα πια τίποτα απ’ όλα αυτά δεν έχει σημασία. Μια συγγνώμη θέλεις μόνο ν’ ακούσεις. Να βρει το κουράγιο και το θάρρος, να μαζέψει τη δειλία και τον εγωισμό του που έχουν ξεχειλίσει απ’ τα μπατζάκια και να ζητήσει συγγνώμη. Είναι πανάκριβη η συγγνώμη για τους περισσότερους ανθρώπους όμως εσύ την κέρδισες, την έχεις ήδη πληρώσει κι είναι η λύτρωσή σου. Εσύ δεν είχες ιδέα για την εξέλιξή σας και για την απροσέγγιστη λογική του, δεν ήξερες. Εκείνος ήξερε και καθοδηγούσε τα πάντα. Αυτή είναι κι η διαφορά σας. Είναι καιρός να λήξει το ματς γιατί φτάσατε στα πέναλτι. Είναι μόνο μια συγγνώμη.

Συντάκτης: Ντέμη Κάργατζη
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη