Ένα πρωινό μια κανονικής ημέρας με την καθιερωμένη της κίνηση στο δρόμο, με τους περαστικούς να προσπερνούν ο ένας τον άλλο, μην προσφέροντας καμία περισσότερη βαρύτητα. Μια κλασική ημέρα, που ετοιμάζεις το πρωινό σου. Μια τέτοια κλασική ημέρα ήταν κι εκείνη που με βρήκε στην αίθουσα αναμονής. Σε κάποιους λιγότερο και σε άλλους περισσότερο είναι γνωστή η αίσθηση των νοσοκομείων.

Η αίσθηση της αναμονής σ’ ένα αντικαρκινικό νοσοκομείο όμως; Όλοι είναι με την πρώτη ματιά πολύ σοβαροί. Έτσι θέλουν να δείχνουν. Θέλουν να φαίνονται δυνατοί. Ότι έχουν τον απόλυτο έλεγχο. Και καθώς περνάει η ώρα, γίνονται όλοι μια παρέα. Σε μια τέτοια παρέα με βρήκε κι εμένα εκείνο το πρωινό, να περιμένω το γιατρό μου. Η ώρα κυλούσε για κάποιο περίεργο λόγο πολύ γρήγορα. Παρ’ όλα αυτά δεν κατάφερε να μου στερήσει καμία εικόνα και κανένα συναίσθημα.

Ήταν όλα τους εκεί. Όλα αυτά που θέλεις να μη σκέφτεσαι. Προσπαθώντας κάπως επιδεικτικά να τα καταχωνιάσεις σε κάποιο κουτάκι μέσα στο μυαλό σου, που δε χρησιμοποιείς συχνά. Όμως αυτά σαν ταλαντούχα που είναι, έχουν καταφέρει να βρουν τρόπο να ξετρυπώνουν. Άκουγα προσεκτικά τους ανθρώπους αυτής της αίθουσας. Είχαν κάτι σημαντικό όλοι τους να μου πουν. Ο καθένας απ’ αυτούς μέσα σ’ αυτήν την αίθουσα αναμονής είχε μια μοναδική περίπτωση.

Στον καρκίνο έχουν δοθεί πολλά ονόματα. Η επάρατη νόσος, η κακιά ασθένεια κ.α.  Δεν υπάρχουν ασθένειες, αλλά ασθενείς είχε πει πολύ σωστά ο Ιπποκράτης. Ο κάθε ασθενής έχει και τη δική του ιστορία. Είναι μια μοναδική περίπτωση. Είναι τόσο ίδιες και τόσο διαφορετικές μεταξύ τους. Είδα ανθρώπους που τον νίκησαν τον καρκίνο και ανθρώπους που νίκησαν στη ζωή.

Είναι δύσκολο πολλές φορές ακόμη και να την σκεφτείς την ασθένεια αυτή, ακόμη και στ’ αυτιά σου ακούγεται παράξενα βαριά. Γεννά το φόβο, την απόγνωση, την απελπισία, όπως και τη νίκη και την ελπίδα. Το βλέπεις στα πρόσωπα αυτών που κατάφεραν να τον προσπεράσουν μία, δύο και περισσότερες φορές. Το βλέπεις στα χαμόγελά τους.

Κάπου εκεί γύρω θα δεις και τους αφανείς ήρωες. Είναι οι συνοδοί. Η οικογένεια. Είναι αυτοί, που θ’ ακούσουν τα ξεσπάσματά σου, τις απορίες σου, τους φόβους σου και τον πόνο σου. Δε θα φέρουν καμία αντίδραση σε οποιαδήποτε ενέργεια σου. Δικαιολογημένα. Είναι εκεί. Δίπλα σου. Δίνοντας κουράγιο απ’ το περίσσευμά τους. Δίνοντας ένα χαμόγελο που ζωγραφίζουν λίγο πριν ανοίξουν την πόρτα του δωματίου, σκουπίζοντας τα δάκρυά τους.

Ο συνοδός -γονιός, σύζυγος, αδερφός, γιος ή κόρη, ο φίλος, γείτονας- μπορεί να είναι ο οποιοσδήποτε ένας συνοδός. Είναι ο άνθρωπος αυτός, που γίνεται η δύναμη του αρρώστου. Πώς; Ρουφώντας όση δύναμη και ζωντάνια κι όρεξη έχει μείνει.

Λένε πως ο Θεός ξέρει πού δίνει κάποια πράγματα και γιατί τα δίνει. Ακόμη κι ο πιο άπιστος άνθρωπος εκείνην την ώρα βρίσκει στήριγμα στο Θεό. Η πίστη στο Θεό και γενικότερα σε κάποια ανώτερη δύναμη γίνεται τρόπος ζωής. Περιμένεις κάποιον να έρθει να σε σώσει. Να σε γλυτώσει. Η πρώτη αντίδραση στο άκουσμα του καρκίνου είναι: «Γιατί Θεέ μου σε εμένα;». Αργότερα, κι αφού έχει περάσει το χρονικό διάστημα εκείνο που είναι απαραίτητο, αρχίζεις και πιστεύεις περισσότερο απ’ όσο πίστευες μέχρι χθες. Όλα έχουν αλλάξει, πώς θα μπορούσαν άλλωστε να μην αλλάξουν.

Ποτέ μου δεν κατάλαβα, γιατί πρέπει να πεθαίνουν οι άνθρωποι. Και πόσο μάλλον να πεθαίνουν μ’ αυτόν τον τρόπο. Γιατί να υπάρχουν ασθένειες; Γιατί θα πρέπει πολλοί γονείς να μην προλαβαίνουν να βλέπουν τα παιδιά τους να τελειώνουν το σχολείο; Παιδιά, που δεν προλαβαίνουν να πάνε καν σχολείο. Άνθρωποι, που δεν προλαβαίνουν να κάνουν τη δική τους οικογένεια. Ζευγάρια, που είναι μαζί μια ολόκληρη ζωή, που δεν κατάφερε να τους χωρίσει καμία δυσκολία και να το κάνει ο καρκίνος.

Μισώ τον καρκίνο. Μισώ την εικόνα του και το βίαιο πρόσωπό του. Το μόνο που μπορείς κι εσύ να κάνεις, είναι να γίνεις κι εσύ με τη σειρά σου ένας ήρωας, όπως τα άτομα που δίνουν καθημερινά τη δική τους μάχη. Πώς; Βοηθώντας τους.

Όλοι μπορούμε να βοηθήσουμε.

 

Συντάκτης: Ερυφίλη Αβρά
Επιμέλεια κειμένου: Αναστασία Νάννου