Σαν πρώτη φορά γεννήθηκε ο έρωτας απ’ τα σπλάχνα μιας ανώτερης, υπέροχης δύναμης, θαρρείς κι ο κόσμος άρχισε να περιστρέφεται λίγο πιο αργά απ’ το κανονικό του. Τα πάντα επιβράδυναν, παρέμειναν να χαράζουν αργά την πορεία τους στην κυκλική τροχιά τους για να προλάβουμε να τα χαρούμε, να τα θαυμάσουμε μια ακόμα στιγμή πριν ολοκληρωτικά περάσουν. Η αχόρταγη ματιά μας να γεμίσει απ’ τα καλούδια που χαρίστηκαν απλόχερα στο γένος μας, να μας αλλάξουν, να μας φτιάξουν.

Σάμπως αυτή δεν είναι η ανώτερη των ανωτέρων δύναμη, που όλο λησμονούμε τ’ όνομά της κι όλο την ξαναβαφτίζουμε; Ανανέωση. Γέννηση. Δημιουργία. Τούτες οι χάρες συμβαδίζουν με τον έρωτα, τον έχουν από κοντά κι ούτε που λένε να τον αφήσουν να βαδίζει μόνος. Λυπούμαι μονάχα που τόσες και τόσες ταμπέλες κρέμονται από τον λαιμό του, τόσες που κουράστηκε πια να τις κουβαλά, έγειρε από το βάρος, έμεινε να ξαποστάσει και ξανά απ’ την αρχή να σιγομουρμουρίζει την αχαριστία του κόσμου που με τίποτε πια δεν ευχαριστιέται. Δε μας αρκούσε η ανανέωση, η γέννηση; Τι άλλο θέλαμε;

Την υποτιμήσαμε πολύ την ανανέωση. Κρίμα στις χαρές που μας τάζει, κρίμα στα χαρμόσυνα που μας υπόσχεται. Αν πριν ήμασταν ένας άνθρωπος, παρέα με τον έρωτα ξαναγεννηθήκαμε, γίναμε δύο. Μη στερηθούμε τον εαυτό μας μα και να φυλάμε έναν ακόμα εαυτό να τον χαρίσουμε στο αγαπημένο πρόσωπο σε ένδειξη ευγνωμοσύνης. Κανείς όμως δε λέει να δει την ομορφιά στην υπέρτατη αξία ενός ξαναγεννημένου εαυτού.

Αγαπάνε, λένε, για να την ομορφιά, αγαπάνε για τη συμπαράσταση, ερωτεύονται από ανάγκη. Γήινα δημιουργήματα κι η ομορφιά κι η συμπαράσταση κι όλα. Γέννημα θρέμμα μιας τυποποιημένης ιστορίας με αρχή, μέση και τέλος. Μέχρι που στάθηκε μπρος μου μια απάντηση που ούτε περίμενα ποτέ πως θα μου δινόταν. «Τον αγαπώ για τον άνθρωπο που με κάνει, για τον δεύτερο εαυτό που γεννάει μέσα απ’ την ανιδιοτέλεια της παρουσίας του. Τον αγαπώ για τη δύναμη που ΄χει να με αλλάζει κι ας μην το καταλαβαίνει. Κι αυτόν τον δεύτερο εαυτό τον αγαπώ περισσότερο μιας και χάρη του ήρθε στον κόσμο και κάθε φορά του τον χαρίζω κι όλο μου τον επιστρέφει με την ελπίδα να του τον ξαναδώσω πίσω».

Σάμπως αυτό δεν είναι αγάπη, δεν είναι έρωτας; Να σου δωρίζουν το ομορφότερο δημιούργημα που μπορεί να ισορροπήσει σε κάθε ανθρώπινο νου και με κινήσεις όλο ευγνωμοσύνη να το γυρίζουμε πίσω με την ελπίδα να μας ξαναδοθεί. Να σου χαρίζουν την ομορφότερη πτυχή του εαυτό σου, μα να μη σου αρκεί να την κρατήσεις και στο αγαπημένο πρόσωπο να την επιστρέφεις. Να αγαπάς για το άτομο που σε κάνει, για την ανανέωση που σου δωρίζει.

Όλοι έχουμε δυο εαυτούς. Αυτόν που είμαστε όταν ερωτευόμαστε κι αυτόν που είμαστε όταν δεν ερωτευόμαστε. Κι αν θεωρούμε χάρμα οφθαλμών τον πρώτο, η δεύτερη εκδοχή γίνεται ζηλευτή κι απ’ τους ωραιότερους των αγγέλων, επευφημούν τη χάρη του, ζητιανεύουν λιγοστή από τη λάμψη του.

Τον καταριούνται τον έρωτα επειδή τούτος ο πανάγαθος εαυτός τους δε φάνηκε να γίνεται αποδεκτός. Απέρριψαν την ομορφιά του, του στέρησαν τη δυνατότητα να ευδοκιμήσει σε έδαφος γόνιμο και να αποφέρει καρπούς. Αυτός ο δεύτερος εαυτός έμεινε να καρτερεί την ώρα που θα μπορέσει να ξεμυτίσει και να εκπληρώσει την έμφυτη ανάγκη του να δωρίζει και να δωρίζεται, να καταστρέφεται και να ξαναγεννιέται απ’ το ίδιο υλικό. Κι όσοι πικρά μετάνιωσαν για δαύτη την υπέροχη γέννηση της δεύτερής τους ύπαρξης, την κρύβουν όσο βαθύτερα γίνεται μη και τη δει κανείς και τους την πάρει και πίσω δεν τους τη δώσει ποτέ.

Ξεχνούν όμως, πως κάθε φορά η ανανέωση γίνεται ισχυρότερη στο χρόνο, άφθαρτη και διαρκώς καλύτερη. Ξαναγεννιέται ομορφότερη, διστακτική μα έτοιμη να εκπληρώσει το σκοπό της. «Σ’ αγαπώ για αυτό που γίνομαι κάθε φορά που είμαι μαζί σου» και μικρή κουβέντα δεν είναι. Λένε πως η αγάπη κι ο έρωτας είναι ανιδιοτελείς. Ούτε συμφέρον κοιτούν, ούτε τίποτα. Και τι πιο ανιδιοτελές απ’ το να δωρίζεις τον εαυτό σου, πόσο μάλλον την καλύτερη εκδοχή του; Τι πιο υπέροχο απ’ το να λησμονείς τον πειρασμό να τον κρατήσεις για τον εαυτό σου και προτιμάς χίλιες φορές να τον εναποθέσεις μπρος στα μάτια του αγαπημένου; «Πάρ’ τον και κάνε τον ό,τι θες. Μονάχα μην αμαυρώσεις την ομορφιά που γέννησες. Πάρε τον και κάνε τον ό,τι θες, είναι δικός σου.».

Αγαπάμε να μας βλέπουμε να ομορφαίνουμε, λατρεύουμε να μη χρειαζόμαστε λιγοστή από λάμψη των άλλων για να αναδειχθούμε. Να τους την παίρνουμε στα κλεφτά και να χαιρόμαστε την ευτυχία τους προσποιούμενοι πως είναι δικιά μας.

Μεγαλύτερη ευτυχία, μεγαλύτερη αγαλλίαση απ’ τη λάμψη του ερωτευμένου ούτε που φαντάστηκε ποτέ ο κόσμος. Ούτε κι ο Θεός. Ούτε καν αυτός, που με το που πρότεινε στο καταραμένο ζευγάρι των πρωτόπλαστων να τους γυρίσει στην Εδέμ τους, να επιστρέψουν στην αθωότητα της άγνοιας, εκείνοι απάντησαν: *«Όχι αυτό, έλεος, πατέρα. Αν αληθινά απόμεινε μέσα στην καρδιά σου μια στάλα έλεος για μας, άφησε μα να φύγουμε πίσω, πανάγαθε. Άφησέ μας στο αμάρτημα που έγινε ο πλούτος της ζωής μας. Άφησέ μας στην γνώση του καλού και του κακού που έγινε η πικρή σοφία μας. Άφησέ μας στην γύμνια μας που έλυσε την μοναξιά του κορμιού μας. Συμπάθησέ μας, Κύριε, που κάναμε έναν νέο παράδεισο την κατάρα σου. Βρήκαμε την νέα μας Εδέμ στον έρωτα και στη δημιουργική δουλειά. Μέσα στα δολερά λόγια του φιδιού ήτανε μια νέα αλήθεια.».

 

*Στρατής Μυριβήλης, Απόσπασμα από «Το γαλάζιο βιβλίο»

Συντάκτης: Αλίκη Αμπατζή
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη