Φήμες λένε πως πολύ πριν ακόμα αντικρίσω το φως του ήλιου, πολύ πριν αφήσω την πρώτη μου ανάσα να χαθεί ανάμεσα στις ανάσες άλλων πόσων, πολύ πριν μπορέσω να οριστώ κι επισήμως ως μία μονάδα ικανή να ονομαστεί «ζωή», υπήρξαν κάποιοι που μπορούσαν να προβλέψουν με σχετική ακρίβεια πώς θα είμαι.

Πριν καν με γνωρίσουν, πριν καν με δουν, ήταν σε θέση να τονίσουν πως τα μαλλιά μου αποκλείεται να ήταν ξανθά κι έπεσαν μέσα. Ακόμη μπορούσαν να προσδιορίσουν το χρώμα των ματιών μου. Κι εκεί έπεσαν μέσα. Επιχείρησαν επίσης, δεδομένων των αντίστοιχων γονιδίων να προβλέψουν πως το παιδί θα έβγαινε ψηλό. Εκεί έπεσαν έξω.

Κανείς όμως δεν μπορούσε να προβλέψει πως μαζί με τα καστανά μαλλιά και το ελλειπτικό μπόι, θα ήμουν κι ένα παιδί με χίλιες δυο ανασφάλειες. Κανείς δεν μπόρεσε να υπολογίσει πως πίσω απ’ τον επίκτητο τσαμπουκά, κρυβόταν ο φόβος κι η ανασφάλεια. Κανείς δεν μπόρεσε ποτέ να εξηγήσει το λόγο που αδυνατούσα να αντιμετωπίσω κατάματα ορισμένες περιστάσεις κι έμενα να τις χαζεύω πίσω απ’ την μπάρα ασφαλείας. Τούτα ‘δω τα ερωτήματα κανένας απ’ τους παρόντες του μαιευτηρίου δεν μπόρεσε ποτέ να τα προβλέψει, ούτε και να τ’ αποφύγει. Απλώς ήρθαν.

Κι όταν κάποια στιγμή τους ρώτησα, αν θα έμενα μια για πάντα έτσι, με το φόβο της απόρριψης, το άγχος του αναπάντεχου εγωισμού και τη μόνιμη απορία μου, αν ο κόσμος θα με δεχτεί έτσι όπως είμαι, εκείνοι μου απάντησαν πως όχι. Αν ήθελα ν’ αλλάξω, μπορούσα και κανένας δεν μπορούσε να μου το απαγορεύσει, ούτε και να με εμποδίσει.

Όσο αδιαπραγμάτευτη ήταν η εξωτερική μου εμφάνιση και τα φύσει χαρακτηριστικά μου, άλλο τόσο μεταβλητός ήταν ο εσωτερικός μου κόσμος, έτοιμος να πάρει κάθε στιγμή μία ολότελα διαφορετική μορφή, να ξαναγεννηθεί απ’ την αρχή.

Ίσως αυτός ήταν κι ο λόγος που ουδέποτε πήρα στα σοβαρά ανθρώπους, που διατυμπάνιζαν πως γεννήθηκαν παρέα με τις ανασφάλειές τους. Το πιθανότερο είναι πως κι αυτή τους η δήλωση αποτελούσε από μόνη της μία ανασφάλεια, την ανασφάλεια να δουν τις ελλείψεις τους και να τις αλλάξουν. Το φόβο να αποδεχτούν πως σαν συναισθηματικές οντότητες υστερούν και χρήζουν βελτίωσης. Κανείς δε γεννήθηκε με ανασφάλειες, μάτια μου. Σε κανενός το πιστοποιητικό γέννησης δε γράφει ημερομηνία, τόπο, βάρος κι έλλειψη αυτοπεποίθησης.

Δε γεννήθηκαν άνθρωποι φοβισμένοι, ούτε εγωκεντρικοί ούτε ανασφαλείς. Δε γεννήθηκαν θλιμμένοι, ευχάριστοι κι εσωστρεφείς. Τούτοι οι άνθρωποι ήρθαν στον κόσμο σαν ένας λευκός καμβάς έτοιμος να ποτιστεί με χρώματα. Ήρθαν καθαροί, άφθαρτοι, περπάτησαν νηφάλιοι αυτό το χώμα κι ούτε που συλλογίστηκε κανείς πώς θα κατέληγαν. Κι όλα αυτά μέχρι η μπογιά να ποτίσει το χώμα που πατούσαν, να δώσει σχήμα στην άμορφη ιδιοσυγκρασία τους. Μέχρι να γνωρίσουν τη χαρά, τη θλίψη, την εγκαρδιότητα και την αχαριστία του ανθρώπινου γένους και κάπως έτσι ν’ αποφασίσουν σε ποια ομάδα ανήκουν.

Μόνοι τους έπλασαν τους φόβους και τις ελλείψεις τους. Μόνοι τους καθόρισαν αυτό που σήμερα φοβούνται, αυτό που κρύβουν κι αυτό που προβάλουν. Μόνοι τους κοιτάχτηκαν στον καθρέφτη κι επέλεξαν να δουν αυτό που τους τρόμαζε περισσότερο. Και κάπως έτσι έδωσαν όνομα στον εαυτό τους. Άλλοι αυτοβαφτίστηκαν ανασφαλείς, άλλοι εγωκεντρικοί, άλλοι φοβισμένοι κι άλλοι εσωστρεφείς.

Άλλοι πίστεψαν στο χαμόγελο της αντανάκλασης κι αυτοβαφτίστηκαν νικητές, ήρωες και μαχητές. Κι άλλοι υπέκυψαν στο βλέμμα που μαρτυρούσε την απογοήτευση και το φόβο. Όλα μια οπτική γωνία δρόμος απ’ την αυτοπεποίθηση στην καταδικαστική ανασφάλεια. Όλα μέχρι ν’ αποφασίσουν πως αν ήθελαν ν’ αλλάξουν, μπορούσαν. Απλώς δεν το αποφάσιζαν.

Και κάπως έτσι, κατέληξα στο συμπέρασμα πως το «έτσι είμαι» ήταν η πιο απαισιόδοξη έκφραση που ήχησε επάνω στον πλανήτη. Ήταν σαν να κλείδωναν οριστικά τη μέχρι τώρα εξέλιξή τους κι ούτε που ενδιαφέρονταν να την κάνουν καλύτερη. Μια τετελεσμένη απόφαση, προδικασμένη κι αδιαπραγμάτευτη. Ολότελα στάσιμη, ολότελα καταδικασμένη. Λες κι αρνούνταν πεισματικά ν’ αναγνωρίσουν τα κενά τους, λες και πάσχιζαν ν’ αποδείξουν πως κάθε τους μικρό ή μεγάλο ελάττωμα δεν επιδεχόταν βελτίωση. Κι αυτό είτε μιλάμε για είκοσι, είτε για σαράντα, είτε για εξήντα ετών. Πώς καταδικάζεις έτσι τον εαυτό σου; Πώς μπορείς;

Εκείνο που πάντα με δυσκόλευε ήταν πώς μία τόση δα ανασφάλεια, μία τόση δα ρωγμή επάνω στο αψεγάδιαστο του τοίχου μπορούσε τόσο εύκολα να γκρεμίσει το χτίσμα. Ήταν μια απορία που στοίχειωνε το μυαλό μου κι ερχόταν να στυλωθεί μπροστά μου κάθε που αδυνατούσα να εστιάσω σ’ όλα εκείνα, που μου χάριζαν αυτοπεποίθηση, σιγουριά κι ασφάλεια. Αναμφίβολα η εύκολη λύση, η εύκολη διαδρομή ήταν να δηλώσω πως «απλώς έτσι είμαι». Θα ήταν όμως το μεγαλύτερο μου ψέμα.

Ούτε με ανασφάλειες γεννήθηκα, ούτε και με αυτοπεποίθηση κι αγάπη για την αρχοντιά μου. Γεννήθηκα με δυο μάτια, δυο πόδια, δυο χέρια κι έτοιμη ν’ αντιμετωπίσω ό,τι βρισκόταν στο διάβα μου. Ούτε φόβοι ούτε ελλείψεις, μονάχα εγώ κι ο κόσμος που καλωσόριζε τον ερχομό μου και στάθηκε πρόθυμος να συμβάλλει στη διαμόρφωσή μου. Ίσως είναι κι ένας απ’ τους ισχυρότερούς μου αντιπάλους, όχι τόσο ο ίδιος, αλλά περισσότερο αυτά που έτρεμα πως θα πει. Μα ο κόσμος, μάτια μου, πάντοτε θα λέει. Τελικά μάθαμε τι είπε;

Ό,τι κι αν είπε, όπως κι αν μας διαμόρφωσε, το ζητούμενο είναι ένα. Αν όντως ευσταθεί η θεωρία πως ήρθα στον κόσμο σαν ένας λευκός καμβάς, αψεγάδιαστος κι άφθαρτος, υπάρχει χρόνος να βελτιώσεις το έργο που έχει λερώσει το λευκό σου απέραντο.

Συντάκτης: Αλίκη Αμπατζή
Επιμέλεια κειμένου: Αναστασία Νάννου