«Qui tacet consentit»

«Αυτό δε τo σιγάν ομολογούντος εστί σου»

«Ο σιωπών συναινεί»

Θα μπορούσαμε να παραθέσουμε την ίδια φράση σε κάθε ζωντανή ή νεκρή γλώσσα, σε κάθε διάλεκτο ή τοπικό ιδίωμα προκειμένου να γίνει αντιληπτή. Το είπαν οι Λατίνοι, το υποστήριξαν οι αρχαίοι Έλληνες και το επαναλαμβάνουν εκατομμύρια άνθρωποι στον κόσμο εδώ και χρόνια. Την καταλαβαίνουν όλοι, ανεξαρτήτως καταγωγής και συνήθως είναι σκληρότερη και από τη χειρότερη προσβολή. Κύριο χαρακτηριστικό της είναι πως δε χρειάζεται να διαθέτεις και ιδιαίτερες γνώσεις προκειμένου να την καταλάβεις. Είναι διεθνής και την καταλαβαίνουν όλοι.

Η σιωπή μιλήθηκε πολύ παρά την έμφυτη τάση της να είναι λακωνική. Μεταφράστηκε με τρόπους πολλούς και κατέληξε να παρερμηνεύεται προκειμένου να εξυπηρετήσει την εκάστοτε περίσταση με έναν άκρως βολικό ή όχι τρόπο. Άλλοι τη μεταφράζουν ως αποποίηση ευθυνών, άλλοι την εκλαμβάνουν ως εκείνη τη μικρή διαφορά που διαχωρίζει τον ανόητο από τον έξυπνο, τον παρορμητικό από τον υπεράνω, εκείνον που αναλώνεται σε άσκοπη έπαρση από εκείνον που προτιμά να επιδείξει το γνήσιό του χαρακτήρα του περιοριζόμενος στην ησυχία. Για άλλους πάλι, σιωπή εστί να συναινείς, να αποδέχεσαι.

Δίκοπο μαχαίρι τούτη η αποδοχή, άλλοτε στέκει βολική και συμφέρουσα πλάι στα επιχειρήματά μας, άλλοτε καραδοκεί έτοιμη να καταρρίψει κάθε λογική μας ρήση απέναντι σε ένα δίκιο που πασχίζουμε να το κάνουμε να ξεμυτίσει. Άλλωστε, πάντα είχα την περιέργεια να μάθω αν στο πλαίσιο των σπουδών τους οι εν δυνάμει δικηγόροι, μαθαίνουν πως να αντικρούουν ένα επιχείρημα που ακολουθείται από τη σιωπή. Πώς αντικρούεις ένα λόγο σιωπηρό; Πώς αντιπαραθέτεις επιχείρημα απέναντι στην ησυχία με ελπίδες να βγεις σώος και αβλαβής;

Από την πιο μικρή μας ηλικία, από τα γεννοφάσκια μας σχεδόν, μας μαθαίνουν να μιλάμε, να υπερασπιζόμαστε και να διεκδικούμε. Μας μαθαίνουν να απευθύνουμε το λόγο όπως πρέπει, να αναζητούμε το δίκιο μας και να το διεκδικούμε. Μας έμαθαν πως η ικανότητα να μιλήσεις είναι προνόμιο των γενναίων, η δύναμη να υπερασπιστείς ό,τι αξίζει είναι γνώρισμα ακεραιότητας χαρακτήρα, μια άκρως εσωτερική δύναμη που ξεχειλίζει και σε ανεβάζει. Κυρίως, μας δίδαξαν να προασπίζουμε τον εαυτό μας, να στέκουμε συνήγοροι των φίλων, να ανοίγουμε το στόμα μας για λογαριασμό τους όταν κρίνεται απαραίτητο. Έτσι, είπαν, θα τους κρατήσουμε κοντά μας. Προστατεύοντάς τους, λέγοντας όσα εκείνοι φοβούνται να αρθρώσουν.

Στην τελική τι μας ζήτησαν; Δυο κουβέντες όλες κι όλες, δυο λέξεις προς τιμήν τους, προς υπεράσπισή τους. Δυο αράδες της παρηγοριάς για να μη νιώθουν ολομόναχοι, ένα σθεναρό συνήγορο ακόμα κι αν πρόκειται για χασοδίκη. Να μη συναινέσουμε, να μην τους αρνηθούμε. Να γνωρίζουν τουλάχιστον πως δε μείναμε αμέτοχοι τη στιγμή που μας χρειάζονταν, την ώρα που οι κατηγορίες πέφτανε βουνό πάνω στις πλάτες τους και τα επικριτικά βλέμματα σταματημό δεν είχαν. Κάτι μέσα μας φώναζε «μίλα, άνοιξε το στόμα σου και μίλα!». Τι είχαμε να χάσουμε; «Κύριε δικαστά, κύριοι ένορκοι, ένσταση».

Καταλήξαμε να τρέμουμε τη σιωπή των φίλων περισσότερο από τα λόγια των εχθρών, η δική τους ησυχία σήμανε τη δική μας καταστροφή. Ανάθεμα κι αν κουβαλάμε μεγαλύτερη πίκρα από το «δε μίλησες, φίλε μου», ανάθεμα κι αν καταλάβουμε ποτέ το λόγο ή τουλάχιστον μπορέσουμε να τον αποδεχτούμε. Συγκαταβατικά έκαναν ένα βήμα πίσω πιστεύοντας πως έτσι θα τη βγάλουν καθαρή, θα αποποιηθούν το βάρος των ευθυνών, εναποθέτοντάς το όπου βρήκαν κενή θέση. Κατέβασαν με ενοχή το βλέμμα τους θεωρώντας πως έτσι έκαναν το καλύτερο που μπορούσαν. Λογάριαζαν χωρίς τον ξενοδόχο.

Κάτι σιωπές σαν και δαύτην τις κρατάμε στο μνημονικό μας ως τη μεγαλύτερη προδοσία, τις έχουμε να μας υπενθυμίζουν πως αν τη στιγμή που δεν είχαν τίποτα να χάσουν έκαναν πίσω, σκέψου τι θα γινόταν αν παίζαμε για έπαθλο. Πριν ο αλέκτωρ λαλήσει τρεις, θα είχαμε ήδη μπει στη λίστα των θανατοποινιτών, θα είχαμε από καιρό χάσει τη δικαιοδοσία να μιλήσουμε μιας και η σιωπή των δικών μας, τούτη η άτυπη συγκατάθεση θα σηματοδοτούσε και την οριστική μας κάθειρξη. Δεν είπαν τίποτα κι όμως συνέβαλαν, ευχόμαστε να είχαν μιλήσει κι ας κατέθεταν εναντίον μας κι ας βάζανε αυτοί το κεφάλι μας στο ντορβά. Τουλάχιστον θα ξέραμε.

Κουβαλάμε τέτοιες πίκρες, αναπολούμε λέξεις που ελπίζαμε να ακούσουμε να βγαίνουν είτε από το στόμα τους είτε από το δικό μας. Δεν αποποιηθήκαμε τίποτα, απλώς βάλαμε την υπογραφή μας στα σκοτεινά, συμφωνήσαμε και σαν σύγχρονοι Ιούδες κάναμε στην άκρη. Κι εμείς κι αυτοί.

Ίσως για αυτό μας τρομάζουν οι άνθρωποι που μιλούν, που δε φοβούνται να εκθέσουν τη γνώμη τους ενώπιον πολλών, να μιλήσουν κι έπειτα να κριθούν. Μιλούν με το θάρρος της γνώμης τους, αντλούν επιχειρήματα από τους ίδιους, δένονται με την ίδια πέτρα κι ας τους πάρει μαζί ο πάτος. Παρεξηγούνται, κρίνονται, παραμένουν όμως πλάι στους αγαπημένους τους, είναι ειλικρινείς και θαρραλέοι. Γνωρίζουν πως «λόγος» σημαίνει ευθύνη και την αναλαμβάνουν με το κεφάλι τους ψηλά.

Συντάκτης: Αλίκη Αμπατζή
Επιμέλεια κειμένου: Κατερίνα Καλή