Πάθος. Έννοιες αμέτρητες για τούτη τη λέξη που συνόδεψε με τη γοητεία της γενιές και γενιές, μετενσάρκωσε μετριότητες σε ύψιστα συναισθήματα και σημάδεψε με τον τρόπο της τον κόσμο ολόκληρο. Πάθος. Είναι εκείνη η μικρή διαφορά που διαχωρίζει το απλό ενδιαφέρον με την πλήρη αφοσίωση, τα χλιαρά ρομάντζα από τους λεγόμενους μεγάλους έρωτες, αυτούς που επαναπαύονται, απ’ αυτούς που πάτησαν το γκάζι τέρμα κι όπου τους βγάλει. Έτσι κι αλλιώς λίγη σημασία έχει. Το πάθος για την Ιθάκη μας έδωσε το ωραίο ταξίδι και αυτό έχουμε να θυμόμαστε. «Τους Λαιστρυγόνας και τους Κύκλωπας, το θυμωμένο Ποσειδώνα μη φοβάσαι».

Κάπου εδώ θα επιχειρούσαμε να διαχωρίσουμε τους ανθρώπους σε κατηγορίες, να τους κατατάξουμε για άλλη μία φορά σε ομάδες, παραθέτοντας τα στραβά του ενός και τα καλά του άλλου. Αλλά μιας και το πάθος σε κάθε του μορφή, δεν επιδέχεται τέτοιου τύπου διαχωρισμούς, είναι unisex και παντός καιρού, θα αναφερθούμε απλώς στους ανθρώπους που παθιάζονται με ό,τι καταπιάνονται. Αυτούς τους γουστάρουμε λίγο παραπάνω.

Ο άνθρωπος που παθιάζεται είναι εκείνος που προαποφάσισε πως θα θυσιάσει ό,τι μπορεί προκειμένου να φτάσει κάπου. Είναι εκείνος που στα σιωπηλά θα παλέψει, θα μοχθήσει, θα αποκτήσει σημάδια, αλλά δε θα χάσει εκείνο το κάτι που του κρατά το κεφάλι μπρος. Είναι ο άνθρωπος του οποίου το βλέμμα θα μείνει καρφωμένο σε ένα σημείο στον ορίζοντα, το οποίο μόνο ο ίδιος μπορεί να διακρίνει και θα το κρατήσει οδηγό μέχρι να ξαποστάσει σε εκείνη την, πολυπόθητη για αυτόν, Ιθάκη.

Για κάθε άνθρωπο υπάρχει μια Ιθάκη ή μάλλον -για να το πούμε σωστά- για κάθε άνθρωπο υπάρχουν πολλές μορφές που τείνουν να παίρνουν το σχήμα μιας Ιθάκης. Άλλοι την εντοπίζουν νωρίς επάνω στο χάρτη και άλλοι ψάχνονται για καιρό μέχρι να βρουν εκείνο το κομμάτι γης που τους ταιριάζει, εκείνο το σημείο που εύκολα θα ονόμαζαν σπιτικό. Από εκεί και έπειτα, ξεκινά ένα ταξίδι μακρύ και ατέλειωτο, μια πορεία σκληροτράχηλη, πλασμένη για εκείνους που θα κάνουν το πείσμα οδηγό και το πάθος σύντροφο όσο θα περνούν μέσα από θαλασσοδαρμένες ακτές και κάθε λογής δεινό.

Αυτό το ίδιο πάθος θα δώσει νόημα στους κόπους, στις απογοητεύσεις και στις σιωπηρές επιτυχίες. Θα χαρίσει γεύση και χρώμα στο φαινομενικά ασπρόμαυρο προορισμό, γέννημα θρέμμα μιας εσωτερικής έξαψης. Γόνος ενός απέραντου «θέλω» που περπάτησε άνετα επάνω σε κάθε «αδύνατο» και «δύσκολο» που βάφτισαν κάποιοι άλλοι. Αλλά ποιος δίνει σημασία στους ατέλειωτους μονολόγους των άλλων τέτοιες ώρες;

Τους αγαπάμε τους ανθρώπους που αυτοβαφτίζονται «Οδυσσέας». Τους θαυμάζουμε και τους συμπονούμε. Τους απλώνουμε το χέρι για εκείνα τα θερμά συγχαρητήρια, ακόμα κι αν δεν πάτησαν το κομμάτι γης που πάσχισαν να κατακτήσουν. Τους τα δώσαμε τα συγχαρήκια για το σθένος και τη δύναμη που δείξανε, για εκείνο το μεγάλο «θέλω» που φώναξαν με τον κόσμο απέναντι. Για όλες εκείνες τις φορές που υπήρξαν αντισυμβατικοί και αρνήθηκαν να γονατίσουν. Παθιάστηκαν, ερωτεύτηκαν τον άνθρωπο που ήθελαν να γίνουν, έγιναν η αλλαγή που ήθελαν να δουν να στολίζει την Ιθάκη τους. Έφτιαξαν τον κόσμο τους όπως ακριβώς τον ήθελαν, κέρδισαν το ωραίο ταξίδι. Πώς μπορείς να μη θαυμάσεις κάτι τέτοιο;

Τούτοι οι άνθρωποι δεν είναι απαραίτητα αυτοί που θα δεις να φιγουράρουν στο γυαλί, ούτε εκείνοι που θα τυπωθούν σε εφημερίδες και περιοδικά. Είναι το παιδί της διπλανής πόρτας, ο γείτονας που τον ακούς κάθε βράδυ να παίζει το αγαπημένο του κομμάτι στο τσέλο.  Σε κάθε νότα ακούς να μουρμουρίζει στον κόσμο το πάθος του, την αγάπη που ξεχειλίζει, την αφοσίωση και τους κόπους του. Προβάλει την αυθεντικότητά του μέσα σε ένα κόσμο που απειλείται από την ομοιομορφία και αυτό είναι κάτι που αξίζει τον κόπο να κάτσεις να το ακούσεις. Είναι η κοπέλα που με δάκρυα στα μάτια, συνεπαρμένη από την έξαψη της επιτυχίας, ρίχθηκε στην αγκαλιά της μητέρας της και έμεινε να απολαύσει τους καρπούς των κόπων της. Είναι ο φίλος ο δικός σου που καρφίτσωσε τα όνειρα στον τοίχο και έκτοτε πού τον χάνεις πού τον βρίσκεις, δε λέει να βάλει άλλο πράγμα στο μυαλό του. «Δεν ξέρω τι θέλει, αλλά εκείνο που θέλει, το θέλει με την καρδιά του»

Το πάθος δεν έρχεται σε συγκεκριμένες αναλογίες. Είναι το ύφασμα που παίρνει τη μορφή του σώματος που καλύπτει. Έρχεται και αγκαλιάζει την κορμοστασιά, χαρίζει τον αέρα του μαχητή και η μάχη η χαμένη είναι εκείνη που φοβήθηκε να δώσει, το ταξίδι το άσκοπο είναι εκείνο που δεν ξεκίνησε ποτέ. Και για όσους αναρωτιούνται πού πήγε η Ιθάκη η δικιά τους, απαντάμε πως βρίσκεται εκεί όπου ποτέ δεν κίνησαν να πάνε. Όσοι θέλησαν την είδαν, όσοι προσπάθησαν την πλησίασαν και όσοι παθιάστηκαν την πάτησαν.

Με τα πολλά, θαύμασαν τα καλούδια του τόπου, γεύτηκαν τις πλούσιες ομορφιές του κι όταν μετά από καιρό, γύρισαν το βλέμμα τους να αγναντέψουν τη θέα των κεκτημένων τους, αισθάνθηκαν περήφανοι για το πάθος που κυμάτιζε αντάρτικα στο κατάρτι κατά τη διάρκεια του ταξιδιού. Επέτρεψαν σε μια δύναμη απέραντη μα και ολότελα εσωτερική να χαράξει πορεία, να περάσει εμπόδια, να χαρίσει την αίσθηση του νικητή. Το ταξίδι τους δεν τελείωσε ποτέ, για αυτούς δεν είναι ένας ο τόπος που βάλθηκαν να κατακτήσουν. Είναι όλα τα σημεία στο χάρτη που τους κάνουν ευτυχισμένους.

«Η Ιθάκη σ’ έδωσε τ’ ωραίο ταξίδι. Χωρίς αυτήν δε θα ‘βγαινες στο δρόμο. Άλλα δεν έχει να σε δώσει πια.»

 

Συντάκτης: Αλίκη Αμπατζή
Επιμέλεια κειμένου: Κατερίνα Καλή