Είμαστε περίεργη γενιά. Τόσο περίεργη, τόσο αλλοπρόσαλλη, τόσο μακριά από όλα εκείνα που κάποιοι, παλαιότεροι από εμάς, θεωρούσαν φυσιολογικά. Για εμάς «φυσιολογικό» είναι κάθε τι που είναι της μόδας, τάση, φαινόμενο του καιρού μας. Ένας καιρός που στιγματίστηκε από μπροστινές κάμερες, κοινοποίηση παρουσίας και έρωτες χωμένους σε μικρές, ορθογώνιες συσκευές. Καιροί που για λάβαρο ανυψώνουν ατέλειωτες διαδικτυακές συνομιλίες και νόθες αγάπες ντυμένες με τη φορεσιά της ύψιστης ηλεκτρονικής καψούρας.

Επομένως είναι άσκοπο να μιλήσουμε περί «φυσιολογικού» ή δεδομένου. Σε κάτι νοσταλγικές συζητήσεις για χρόνια περασμένα, υπάρχουν οι άνθρωποι που για μότο είχαν τα νυχτοπερπατήματα χέρι με χέρι μέχρι να τους προϋπαντήσει το ξημέρωμα. Άλλοι διέσχιζαν χιλιόμετρα και έκαναν καντάδες κάτω από βεράντες και μπαλκόνια στο όνομα μιας αγάπης που τότε ήλπιζαν να μείνει αναλλοίωτη στους αιώνες. Σε τέτοιους έρωτες μάθανε τα αυτιά τους, σε τέτοιες ερωτικές περιπτύξεις συνήθισε το μέσα τους.

Σήμερα, κάτι τέτοιες τακτικές θεωρούνται απαρχαιωμένες, πενιχρές μπρος στο μεγαλείο της ηλεκτρονικής επικοινωνίας. Οι καντάδες γίνανε πασέ, οι ολονύκτιοι περίπατοι καταλήξανε στα αζήτητα. Ξημεροβραδιαστήκαμε επάνω από οθόνες και ξεχάσαμε να κοιτάζουμε στα μάτια.

Τι να μας πει κι ο Ντίνος Χριστιανόπουλος; «Παράξενα παιδιά, προτιμούν να καυλώνουν εξ αποστάσεως παρά εξ επαφής» και ριχθήκαμε να τον φάμε για την αθυροστομία του. Πώς έγινε ετούτο τον αιώνα να μην ακούσεις έναν ποιητή; Αμφίβολο τι μας πείραξε περισσότερο, το «καυλώνουν» ή το «εξ επαφής». Κάτι από τα δυο μας ξένισε και μας έβγαλε από τα καθιερωμένα μας, κάτι από τα δυο δεν ήχησε γνώριμο στα σύγχρονα αυτάκια μας. Όχι πως δεν είμαστε τέκνα -γέννημα θρέμμα- του ερωτισμού αλλά το «εξ επαφής» λίγο μας δυσκόλεψε.

Ανοίξαμε, λοιπόν, τα λεξικά, μπας και καλύψουμε το μορφωτικό κενό για τούτη τη λέξη και ιδού το αποτέλεσμα: «επαφή, θηλυκό, η θέση δύο σωμάτων όπου ακουμπά το ένα το άλλο» και όχι «προσθήκη διαδικτυακού λογαριασμού στην ηλεκτρονική ατζέντα» όπως θα περίμεναν να αντικρίσουν ορισμένοι. Σώματα που ακουμπούν το ένα το άλλο, λαΐκιστί άνθρωποι που μιλούν ακούγοντας τη φωνή του άλλου, βλέμματα που φωτίζονται από τον ενθουσιασμό και όχι από τη φωτεινότητα της οθόνης, άνθρωποι που μιλούν αντί να πληκτρολογούν.

Φτάσαμε να κατατάσσουμε τα ζευγάρια σε κατηγορίες μετρώντας τα ηλεκτρονικά μηνύματα και το πλήθος των γλυκανάλατων φωτογραφιών διαφημίζοντας την ευτυχίας τους.  Ξεχάσαμε τι πάει να πει να ακούς μια γνώριμη φωνή, να χάνεσαι σε μια γνώριμη αγκαλιά και ν’ αναγνωρίζεις τον άνθρωπό σου με τα μάτια κλειστά. Λησμονήσαμε να προφέρουμε εκείνο το «Σ’ αγαπώ» και νιώσαμε ασφάλεια γράφοντάς το. Καταθέσαμε την ψυχή μας ενώπιον των ηλεκτρονικών μας δικαστών, κριθήκαμε για τα μηνύματα που ποτέ δε στείλαμε, πανηγυρίσαμε για τις φορές που ο ήχος του μηνύματος ήχησε απ΄ άκρη σ΄ άκρη του δωματίου βαφτίζοντάς το επιτυχία. Τίποτα δεν πετύχαμε.

Πόσες φορές είπες το «Σ’ αγαπώ» κοιτώντας στα μάτια; Σίγουρα λιγότερες απ’ ότι το έγραψες. Με τι αισθάνεσαι περισσότερη ασφάλεια; Αναμφίβολα με το να περιμένεις τη γραπτή απάντηση, παρά την άμεση αντίδραση στο ερέθισμα. Πώς μπορείς να το θεωρείς επιτυχία; Πώς μπορείς να μιλάς για αγάπη, έρωτα, καψούρα όταν το μέσα σου μεταφράζεται με απόσταση και όχι με επαφή; Πώς μπορείς και αυτοβαφτίζεσαι ερωτευμένος και να μετράς περισσότερα μηνύματα παρά αγκαλιές;

Κι αν δυσκολεύεσαι να το πιστέψεις, κι αν σε προσβάλει τούτο το ερώτημα που σε καθιστά έρμαιο των αγαπησιάρικων εξομολογήσεων που περνούν πρωτίστως απ’ το φίλτρο του διαδικτύου, κάνε το πείραμα, κλείσε το λογαριασμό σου. Άσε τον έρωτα, που διατυμπανίζεις πως έχεις, να παλέψει για την επιβίωση του σε χωράφια περισσότερο ανθρώπινα, μακριά από υπολογιστές και κινητά. Αν έκλειναν για μία μέρα όλοι οι «κολοσσοί» των σύγχρονων ανθρώπινων επικοινωνιών, πόσοι «μεγάλοι έρωτες» θα έβγαιναν ανέπαφοι, σώοι και αβλαβείς;

Τι να μας πει κι η τεχνολογία και το internet, εμείς να αγαπήσουμε και να αγαπηθούμε θέλουμε ολοκληρωτικά και αμετάκλητα. Τι να μας κάνουν τα μηνύματα κι οι δημοσιεύσεις, ουδέποτε θα μπορέσουν να αντικαταστήσουν ένα συναίσθημα που πηγάζει εκ των έσω, με την προϋπόθεση τούτο το συναίσθημα να χαρακτηρίζεται από αυθεντικότητα, να είναι γνήσιο και όχι πιστό αντίγραφο. Ένα τέτοιο συναίσθημα επιβιώνει και μόνο του, επιβιώνει και χωρίς τα επιτεύγματα της τεχνολογίας, ζει από εμάς και για εμάς. Όλα τα υπόλοιπα επιβεβαιώνουν απλώς την έμφυτη ανασφάλειά μας να αντικρίσουμε τον έρωτα κατάματα και να θέτουμε υποκατάστατα προς προσωπική επιβεβαίωση μην και πληγωθεί ο άμετρος εγωισμός μας.

Καλά μας τα ‘λεγε ο Ντίνος, απλώς εμείς τρομάξαμε να τον ακούσουμε. Δε μας πείραξε το «καυλώνουν». Το «εξ επαφής» μας πείραξε, μας ενόχλησε η αλήθεια που τόλμησε να ξεστομίσει. Δε βλεπόμαστε πια, δεν αγγιζόμαστε, δε γελάμε παρέα. Ο καθένας τα κάνει μόνος του κι ας έχουμε την ψευδαίσθηση πως είμαστε μαζί. Δεν ακούμε γέλια πια, δε μοιραζόμαστε το «Σ’ αγαπώ», δειλιάζουμε να το προφέρουμε, φοβόμαστε ν’ ακούσουμε τη φωνή μας να παίρνει τη χροιά του ερωτευμένου. Γι’ αυτό ξεχάσαμε να αγαπάμε, να ερωτευόμαστε και να συμπονούμε. Ξεχάσαμε να είμαστε μαζί και μάθαμε στο φαινομενικά μαζί, στο «θα σου στείλω το βράδυ» και «μπες facebook να τα πούμε». Για ποιον έρωτα μιλάμε ακριβώς;

 

Συντάκτης: Αλίκη Αμπατζή
Επιμέλεια κειμένου: Κατερίνα Καλή