Κάτω από συνθήκες που προκαλούσαν μια δόση σύγχυσης και ταραχής, αδυνατούν οι περισσότεροι να σκεφτούν λογικά, να πράξουν «ως είθισται», να κάνουν το σωστό. Ο φόβος κι ο θυμός ανέκαθεν παρέμεναν οι δύο μεγαλύτεροι εχθροί του ανθρώπινου γένους, ίσως μεγαλύτεροι κι απ’ τη μοναξιά, τον πόνο ή το θάνατο. Αμφίβολο αν μπόρεσε ένας να βάλει μπρος τη λογική του και κατόπιν να πράξει με γνώμονα τη βούλησή της. Για τα δικά μας λάθη κουβαλάμε την ευθύνη τους, για τα δικά τους λάθη κουβαλάμε τα κομμάτια τους. Πάντα έτσι ήταν κι έτσι θα είναι.

Δεν τα βάζω με τα λάθη, ανθρώπινα είναι. Και τα δικά μου και τα δικά τους. Όλα αποφάσεις μια δύσκολης στιγμής, μιας αθεράπευτης αγανάκτησης, η οποία ζήτημα να κράτησε μερικά λεπτά κι έπειτα εξανεμίστηκε κι ούτε που την ξαναείδαμε ποτέ. Μείναμε να τη διατηρούμε στο μνημονικό μας ως απότοκο των συνεπειών που την ακολουθούσαν στα σιωπηλά και δεν τις πήραμε χαμπάρι. Πλησίασαν ακροπατώντας, έφτασαν κοντά μας, έγειραν στο πλάι μας κι αποφάσισαν να μείνουν. Ούτε μας ρώτησαν, ούτε που μπήκαν στον κόπο να μας ζητήσουν την άδεια.

Δε με πείραξε όμως, κι ας τα ‘φεραν τα πράγματα αλλιώς, κι ας γύρισε τούμπα ο κόσμος όλος. Το ‘χαμε πει απ’ την αρχή πως σε κάθε βήμα σου, μικρό ή μεγάλο, τολμηρό ή βυθισμένο στην ντροπή και τη διστακτικότητα, εγώ θα σταθώ και θα το υπομείνω. Τα ‘χαμε πει, τα ‘χαμε συμφωνήσει.

Χρόνος για πισωγυρίσματα και δεύτερες σκέψεις δεν υπήρξε, του κόψαμε τον αέρα νωρίς-νωρίς. Γιατί έτσι ξέραμε πως ήταν το καλύτερο και για τους δυο, έτσι θα ήμασταν καλά. Μαζί στα λάθη, μαζί και στα σωστά. Και βάζω τα λάθη πρώτα μπας και δούμε μια ώρα αρχύτερα τη δύναμη που έχουν τα άτιμα να ενώνουν αντί να χωρίζουν.

«Αν πέσεις, θα πέσω» υποσχέθηκα και πίσω δεν το παίρνω. Όχι να το παινευτώ, αλλά η τέχνη του «αγαπάν» έτρεχε γάργαρη στο αίμα μου. Τη σπούδασα, την έμαθα, την έκανα κτήμα μου και τη δώρισα όπου θεωρούσα πως ήταν άξια να ριζώσει, να στεριώσει επιτέλους σε ένα κομμάτι γης και να μείνει να ανθίσει, να καρποφορήσει αιωνόβια κι υπέροχη. Ακτινοβολούσε σε κάθε θαμπή ακτίνα κι έμενε σθεναρά να υπομένει την κακοκαιρία, λύγιζαν πονεμένα τα κλαριά της σε κάθε δικό σου σπαραγμό. «Θα μείνω» είχα πει και πίσω δεν το παίρνω.

Τι κι αν μέναμε δεμένοι με την ίδια πέτρα, τι κι αν το δικό σου στραβοπάτημα σήμαινε τον δικό μου πνιγμό; Να τον υπομείνω κι αυτόν, καιρός του είναι να τελειώσει, να περάσει, να μας ακουμπήσει ίσα-ίσα για το θεαθήναι. Κι έπειτα θα φύγει, θα περάσει, το ‘χες υποσχεθεί όπως υποσχέθηκα να κρατήσω γερά.

Για έρωτα θες να μιλήσεις, για φιλία θες να κάνεις λόγο ή για οικογενειακά δεσμά; Σημασία δεν έχει καμιά. Όπως άλλωστε θα ξέρεις όταν κάνεις λόγο για αγάπη δεν ταιριάζουν πρόσωπα, δεν αρμόζουν χαρακτηρισμοί. Οι χαρακτηρισμοί, οι ταμπέλες είναι δημιουργήματα ανθρώπινα, τα πλάσαμε για να μπορούμε να κριτικάρουμε ευκολότερα καθετί που αδυνατούμε να εξηγήσουμε. Όσο τα λάθη παραμένουν τέκνα ανθρωπίνων δεσμών, η αγάπη θα έρχεται να τα επαναφέρει σε μέρη απάτητα και με σθένος θα τα υπομένουμε παρέα. Γιατί έτσι μαθαίνεις να αγαπάς, να νοιάζεσαι και να ελπίζεις.

Και σε αντίλογο απέναντι σε θεωρίες τετριμμένες, με το μυαλό αγαπάς. Να με συγχωρείς, μικρή μου αλεπού, μα δε βλέπεις μόνο με την καρδιά σωστά. Βλέπεις και με το μυαλό, αντικρίζεις με το νου κι αποφασίζεις με την ψυχή. Γιατί κι η ψυχή γέννημα θρέμμα του νου είναι, ευειδής και παντοτινά πλούσια.

Τον δικό σου μικρό πρίγκιπα τον βρήκες, τους δικούς μου παντοκράτορες τους διαλέξαμε, τους αγαπήσαμε σκεπτόμενοι, τους πονέσαμε αφού αφουγκραστήκαμε τους καημούς τους. Κι αν το μυαλό μας δεσμεύτηκε μια και καλή με τα χνώτα τους, το ίδιο έκανε κι η καρδιά μας, ακολούθησε τα χνάρια και βρήκε το μονοπάτι.

Κι αν το «αγαπώ» βαδίζει πλάι της καρδιάς, το «αν πέσεις, θα πέσω» βρήκε πυλώνα εκείνη τη θαμπή σκέψη που έδινε αγώνα να υπερισχύσει του «εγώ». Η σκέψη έγινε συναίσθημα, το συναίσθημα υπερνίκησε κάθε φράση που ξεκινούσε με το όνομά μου κι έβαλε στη θέση του το δικό σου. Ο νους μου ερωτεύτηκε, ο νους μου αγάπησε κι η καρδιά απλώς παραδόθηκε, έπεσε σχεδόν αμαχητί χωρίς πολλά-πολλά. Μην μπερδεύεσαι, δε μιλάμε για ιδιοτέλειες εδώ, δε χωράει το μικρό «εγώ» μας σε καλντερίμια γεμάτα αγάπη.

Έγειρες απ’ την κούραση, έμεινες να ξαποστάσεις, τα πόδια σου δε σε κρατάνε πια. Έμεινα πλάι σου να διασχίσουμε τους δυσκολοδιάβατους δρόμους, με κράτησες με τη συγκατάθεσή μου πίσω και δε το μετανιώνω. Για τίποτα δε μετανιώνω, για τίποτα η γνώμη μου δεν άλλαξε, είχαμε πει πως αν πέσεις θα βιώσουμε μαζί την πτώση κι όπου βρεθούμε.

Αλλιώς τι νόημα έχει να προσμένεις να αγαπήσεις, να ελπίζεις να αγαπηθείς, να παρακαλάς να σου τύχουν ταυτόχρονα; Την τύχη μας την πλάσαμε όπως θεωρούσαμε ορθότερα και πορευτήκαμε αναλόγως. Δικά μας τα λάθη, δικά μας και τα σωστά. Καμία ντροπή δική μας, καμιά ντροπή δική τους.

Συντάκτης: Αλίκη Αμπατζή
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη