Περνάμε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής μας περιτριγυρισμένοι από ανθρώπους. Προσπαθούμε να κάνουμε φίλους, να βρούμε το μεγάλο έρωτα, να εμπιστευθούμε, να αισθανθούμε τη μοναξιά μας να καίγεται στο βωμό της συντροφικότητας. Στο όνομα της κοινωνικότητάς μας έναντι όλων εκείνων που μας καθιστούν μοναχικούς, αφιερώσαμε μπόλικο από το χρόνο μας να εξομολογούμαστε τα συναισθήματά μας προκειμένου να επιβιώσουμε. Σε ποιους όμως;

Θυμάμαι κάτι μέρες που ο κόσμος έκλαιγε και χτυπιόταν που δεν είχε άνθρωπο να θεωρεί δικό του και μετά μανίας πάλευε να ανακτήσει τη χαμένη του συντροφικότητα. Δεν αγαπιόταν και δεν αγαπούσε, δεν είχε ερωτευτεί, δεν είχε πατάξει το κενό που κάλυπτε η μοναξιά. Θυμάμαι πάλι και κάτι άλλες μέρες που μάτια δάκρυζαν για κάτι συναισθήματα που δε μοιράστηκαν όσο έπρεπε τη στιγμή που έπρεπε και πλέον ήταν αργά για να το κάνουν. Αυτά τα μάτια πονούσαν και λύγιζαν πίσω από μια ενοχή που κρυβόταν και τους έτρωγε λίγο-λίγο μέχρι να γονατίσουν.

Άνθρωποι που τους θεωρούμε δεδομένους. Τέτοιους κι αν έχουμε. Γυρίζουν ανάμεσά μας, ζουν ανάμεσά μας κι όμως, επιλεκτικοί στην όρασή μας ούτε που τους βλέπουμε. Περνούν καθημερινά μπρος από τα μάτια μας, στηρίζουν τα βήματά μας κι όλο υποστηρίζουμε πως οι δικές μας δυνάμεις κατάφεραν το άλμα. Πού να ‘ξέραμε.

Μας φροντίζουν και μας αγαπούν, μας συμπαραστέκονται και μας γελούν. Μας κρατούν ζωντανούς με έναν ολότελα δικό τους τρόπο, διακριτικό, ανιδιοτελή και μόνιμο. Έκαναν τατουάζ το όνομά μας πάνω στα σώματά τους και μας έχουν παντού μαζί τους, σε κάθε τους επιτυχία, αποτυχία, ευτυχία ή στιγμές που τους παίρνει το παράπονο κι ας μην τους τιμάμε με τη σωματική παρουσία μας κι ας μην απλώσουμε ποτέ το χέρι μας να τους χαρίσουμε ένα τρυφερό χάδι, που τόσο το χρειάζονται.

Είναι κι ορισμένοι που μας έκαναν να σιχαθούμε τις εξομολογήσεις και τις συναισθηματικές εναποθέσεις μας μπρος στα μάτια του κόσμου. Είναι που δεν τις εκτίμησαν; Είναι που δεν τις άξιζαν; Είναι που δεν έκαναν τον κόπο να ανταποκριθούν με αξιοπρέπεια μπρος στη μεγαλοσύνη του εσωτερικού μας κόσμου; Ούτε κι εμείς ξέρουμε.

Κι όσο κι αν προσπαθούν ανά τους αιώνες να μας πείσουν πως τα λόγια περισσεύουν κι ουδέποτε θα αντικαταστήσουν μια πράξη, μια κίνηση, υπάρχουν κι ορισμένες ώρες που τα χρειαζόμαστε τα λόγια. Όπως συνηθίζω άλλωστε να λέω, τα μεγαλύτερα συναισθήματα ή θα μείνουν σιωπηρά ή θα πάρουν τη μορφή των ωραιότερων λέξεων που γνωρίζουμε σαν ύπαρξη, σαν γένος. Και δεν είναι κακό κάτι τέτοιο, ούτε κατακριτέο. Δεν είναι κακό να εκφραστείς μιλώντας, ούτε να μοιραστείς μια γλυκιά κουβέντα, κυρίως δε σε ανθρώπους που το αξίζουν περισσότερο από κάποιους άλλους, που τείνουν να σου μιλούν με την παρουσία τους περισσότερο από όλους.

Το πρωί, λοιπόν που θα σηκωθείς, δείξει την αγάπη σου στη μητέρα και τον πατέρα σου. Τράβηξαν πολλά μαζί σου, τόσα που ούτε να τα φανταστείς δεν μπορείς. Από το να σε μεγαλώσουν, μέχρι στο να σε καταλάβουν κι ακόμα το έργο τους μένει λειψό. Τους αξίζει άλλωστε, για όλα τα ξενύχτια, τις αγωνίες, τους κόπους και τους καημούς που κουβαλάνε. Τους αξίζει για τα δάκρυα που κρύψανε, για τα την ευτυχία τους σε κάθε σου γέλιο, για τα σύμπραξή τους σε κάθε σου στραβοπάτημα. Τους αξίζει για τον άνθρωπο που σε κάνανε, για όλα όσα σου χάρισαν στερούμενοι οι ίδιοι. Τους αξίζει ένα σου «Σ’ αγαπώ», τους αξίζει να τους χαρίσεις τον κόσμο όλο με μία σου κουβέντα.

Πες το στον κολλητό σου, στους φίλους που ανέχονται καθημερινά κάθε σου ελάττωμα, που θυμώνουν όταν το παίζεις έξυπνος και σε στηρίζουν όταν έχεις πρόβλημα. Ευχαρίστησέ τους για τις ώρες που φάγανε να ακούνε τα κατορθώματά σου κι δεν πρόλαβαν να σταυρώσουν αράδα, για τις ώρες που προτίμησαν να μείνουν σιωπηλοί σεβόμενοι την αγανάκτησή σου και για κάθε φορά που συγχώρεσαν τα λάθη σου κι ας μην το άξιζες. Για να μένουν αξίζεις την παρουσία τους, για να μένουν βλέπουν κάτι σε σένα που τα δικά σου μάτια αδυνατούν να εντοπίσουν.

Κάπου εδώ να πούμε πως δεν είναι σφάλμα να θεωρείς δεδομένους μερικούς ανθρώπους, ούτε είναι υποτιμητικό προς το πρόσωπό τους. Όπως και να το κάνουμε είναι δυο-τρία πρόσωπα που αν δεν τα είχαμε, θα είχαμε και το μισό από τη ζωή που έχουμε χτίσει μέχρι σήμερα. Αν δεν ήταν αυτοί οι δεδομένοι, το πιθανότερο είναι πως τα συναισθηματικά μας κενά θα ορθώνονταν τεράστια μπροστά μας. Δεν είναι κακό να αναζητάς τη σταθερή, τη μόνιμη, τη δεδομένη αγάπη κάποιου, αρκεί να την εκτιμήσεις στην ώρα της και όχι κατόπιν εορτής.

Το δεδομένο της αγάπης θέλει κόπο για να στηθεί κι ακόμα περισσότερο χρόνο προκειμένου να στεριώσει. Με έναν τρόπο ιδιαίτερο ο κόσμος μας φρόντισε να μας εφοδιάσει με τέτοιους ανθρώπους, με ανθρώπους δεδομένους και σταθερούς, όπως φρόντισε να αποτελείς κι εσύ μέρος της αλυσίδας. Η αγάπη η δικιά σου αποτελεί για κάποιον στοιχείο δεδομένο, αμετάβλητο και για κάποιον άλλο μακάρι να ήταν.

Μην το λυπάσαι το «Σ’ αγαπώ», μην το μοιράζεις με φειδώ σε ανθρώπους σαν και δαύτους. Μην τους το στερήσεις και μην τους το αρνηθείς, το χρειάζονται περισσότερο απ’ όσο πιστεύεις.

 

Συντάκτης: Αλίκη Αμπατζή
Επιμέλεια κειμένου: Κατερίνα Καλή