Κάθε φορά που σε ρωτούσα τι βρίσκεις σε μένα, έβλεπα την έκφραση αγανάκτησης να στολίζει το πρόσωπό σου. Ξέρω, σε είχα ρωτήσει τόσες πολλές φορές που η απάντησή σου είχε γίνει το βιογραφικό μου. Ήξερα τι θα απαντήσεις ή τουλάχιστον ήλπιζα να μην είχε αλλάξει η γνώμη που διατηρούσες. Είχα την ανάγκη να επιβεβαιώσω -για άλλη μια φορά- πως όλα εκείνα που με έκαναν μοναδική στα μάτια σου ήταν εκεί, δεν είχαν φύγει, δεν είχαν πάει πουθενά κι ας γινόμουν κουραστική με το ν’ ακούς τη φωνή μου να αναρωτιέται γιατί εμένα κι όχι κάποια άλλη.

Και στην τελική, γιατί όχι κάποια άλλη; Σάμπως είμαι το μοναδικό μοντέλο που μπορεί να σε κάνει ευτυχισμένο; Σίγουρα όχι, γι’ αυτό και κάθε γυναικεία παρουσία στο χώρο μπορούσε να θεωρηθεί απειλή. Με τα οχυρά μου να είναι σε ετοιμότητα και το βλέμμα μου να σκανάρει το χώρο, σωστό τσοπανόσκυλο, ήμουν πρόθυμη να διεκδικήσω την παρουσία σου στη ζωή μου με τις όποιες συνέπειες να χαιρετούν από απέναντι. Άλλωστε, ποιος δε διακατέχεται από ανασφάλειες; Βρες μου έναν και φερ’ τον εδώ να μου πει το μυστικό του, μπας και κάποτε ησυχάσει το μέσα μου.

Οι προαναφερθείσες ανασφάλειες όμως δεν έβγαιναν πάντοτε στη φόρα. Δεν αισθανόμουν πάντοτε την ανάγκη να μετατραπώ σε φρουρό του κάστρου. Τις έβλεπες να φιγουράρουν στο σανίδι κάθε φορά που, ομολογουμένως, δεν ήμουν εκείνη η γυναίκα που θα τη χαρακτήριζες «χάρμα οφθαλμών». Μου έβγαζαν κοροϊδευτικά τη γλώσσα όλες εκείνες τις ώρες που γινόμουν η προσωποποίηση της αγανάκτησης, του θυμού και της ακατάσχετης στραβομάρας.

Με το φρύδι μου ενενήντα μοίρες και το καυστικό σχόλιο στην άκρη της γλώσσας μου, ήμουν σε θέση να σε φέρω στα όριά σου, να σε κάνω να θυμώσεις και με το δίκιο σου να με στείλεις στο διάολο. Κι εγώ εκεί θα με έστελνα, εδώ που τα λέμε.

Δεν είναι όλες οι μέρες ίδιες, μωρό μου. Πιστεύω πως το γνωρίζεις και πως θα δείξεις κατανόηση. Δεν είμαι τέλεια κι ουδέποτε θα γίνω. Θα έρθουν εκείνες οι μέρες που θα ξυπνήσω στραβά, που η δουλειά μου θα έχει τα κάτω της κι οι φίλοι θα ερεθίζουν στο έπακρο το νευρικό μου σύστημα. Θα υπάρξουν εκείνες οι ώρες που θα σου κλείνω το τηλέφωνο στα μούτρα και με το ερωτηματικό επάνω απ’ το κεφάλι σου θα αναρωτιέσαι «τι σκατά έπαθε πάλι αυτή;».

Θα χαθώ, θα επικεντρωθώ σε όλα εκείνα που μου σπάνε τα νεύρα και θα προσπαθήσω να νιώσω καλύτερα. Κι αν σε πληγώνει που εκείνες τις αναθεματισμένες στιγμές σε βγάζω εκτός, να ξέρεις πως ακριβώς εκείνες τις στιγμές έχω την ανάγκη να μ’ αγαπάς περισσότερο.

Τις μέρες που το mood κοντεύει να δηλώσει παραίτηση απ’ την πολλή μαυρίλα, μη με αφήσεις να αισθανθώ χειρότερα. Δεν είναι χάρη, παράκληση είναι. Κι αν την πληρώσεις εσύ τη νύφη επειδή έτυχε να αποδειχθεί τραγικά απογοητευτική η μέρα μου, σημείωνε πόσες συγγνώμες σου χρωστάω και θα τις ξεπληρώσω στην ώρα τους. Θα τις εκφέρω μία-μία μέχρι να σε πείσω πως είσαι ο τελευταίος άνθρωπος που αξίζει να αισθανθεί άσχημα.

Να με αγαπάς, όμως. Δε φταις, το ξέρω. Κι αν σε χρειάζομαι μία φορά όταν η χαρά γίνεται το δεύτερό μου όνομα, στις αναποδιές σε χρειάζομαι δέκα κι εκατό και χίλιες φορές.

Κάνε υπομονή κι υπόσχομαι πως θα επιστρέψω καλύτερη, πρόθυμη να επανορθώσω για τις μουντές κι άχαρες ώρες που σπατάλησα αγνοώντας τα γλυκόλογα και τις επίμονες προσπάθειές σου να με κάνεις να γίνω καλύτερα. Κάνε υπομονή μαζί μου όσο θα σε φέρνω στα όριά σου και θα μπεις στη διαδικασία ν’ αναλογιστείς, αν τελικά αξίζει τον κόπο.

Καταλαβαίνω πως δε με ερωτεύτηκες για την ικανότητα μου να βρίζω και για τα στραβωμένα μούτρα μου. Είμαι, όμως, κι αυτό. Ένα μέρος μου θυμώνει, δυσανασχετεί κι απογοητεύεται. Ένα άλλο ζητάει συγχώρεση κι ένα τρίτο, ολίγον τι μεγαλύτερο, εκτιμά όλα όσα κάνεις. Αυτό το μέρος είναι σιωπηλό κι αδημονεί να εισπράξει εκείνο το «όλα καλά θα πάνε» χωρίς να διακατέχεται από τύψεις κι ενοχές. Και κάτι ώρες σαν κι αυτή το «να με αγαπάς με τα λάθη μου όλα στη σειρά» από τους Τρίφωνο γίνεται ο αγαπημένος μου στίχος.

Εκείνο το σιωπηλό μέρος κράτησε εμένα στα πόδια μου κι εσένα πλάι μου να υπολογίζεις σ’ όσα μπορούμε να καταφέρουμε μαζί.  Πίστεψες σε ένα «μαζί» που εγώ αγνοούσα την ώρα που σπαταλούσα την ενέργειά μου κι έβρισκα το άσχημο αναμεσίς στις ομορφιές.  Αν εκείνη την ώρα μ’ αγαπάς δεν έχω τίποτα άλλο να ζητήσω, τίποτα άλλο για να παρακαλέσω, φτάνει και περισσεύει για ν’ αντέξουμε παρέα κι όχι ο καθένας στη μεριά του.

Μετανιώνω για όλες τις φορές που σε παρέσυρα μαζί μου στη δίνη της θλίψης και της απογοήτευσης χωρίς να έχεις τίποτα ουσιώδες για να μελαγχολήσεις. Η δική μου ατυχία έγινε η δική σου άσχημη διάθεση και θα μπορούσα να ζητώ αιωνίως τη συγχώρεσή σου για την αναξιοκρατία που μας έδερνε.

Το μόνο σίγουρο κι αμετάβλητο είναι πως όσο σ’ αγαπούσα όταν ήμουν στις καλές μου, άλλο τόσο σε αγάπησα όταν δεν παραιτήθηκες κι έμεινες εκεί να υπολογίζεις στα καλά που κοσμούν το μέσα μου. Γι’ αυτά τα καλά έμεινες να λες το «σ’ αγαπώ», γι’ αυτά τα υπέροχα που με κάνουν καλύτερη έμεινα να σε θαυμάζω.

Δεν ξαναχρειάστηκε να ρωτήσω «γιατί εμένα κι όχι κάποια άλλη». Αν με αγαπάς στα ζόρικα λίγο με ενδιαφέρει αν κάποια άλλη θα σου χαρίσει τα καλύτερα.

 

Συντάκτης: Αλίκη Αμπατζή
Επιμέλεια κειμένου: Αναστασία Νάννου