Από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου, μία απ’ τις πολλές φράσεις που στοίχειωναν το παιδικό μυαλουδάκι μου και που εξακολουθούν να το στοιχειώνουν, πέρα απ’ το «Τι θα απογίνεις στη ζωή σου», «Βγάλε, παιδάκι μου, την κουκούλα μες στο σπίτι» κι «Όλα εγώ τα τραβάω εδώ μέσα» ήταν και το «Σε τι κόσμο φέραμε -ή θα φέρουμε- τα παιδιά μας». Το άκουγα παραξενεμένη κι ανήμπορη να κατανοήσω το περιεχόμενο της φράσης πόσο μάλλον τον λόγο για τον οποίο το έλεγαν τόσοι και τόσοι.

Όσο εγώ αδυνατούσα να καταλάβω και το άφηνα στην τύχη του, συνέχιζα τη ζωή μου παρακολουθώντας τους γονείς μου να βλέπουν τις ειδήσεις στην τηλεόραση. Πόλεμοι, λέει, νεκρός κόσμος, ασθένειες. Κάπου εκεί κατάλαβα τι παίζει. Τόσα δεινά ταλαιπωρούν τον άμοιρο τον πλανήτη, λογικό να αναρωτιούνται σε τι κόσμο με φέρανε οι δόλιοι. Κι έτσι έμεινα με την πεποίθηση πως ο κόσμος δεν ήταν έτοιμος να δεχτεί νέους ανθρώπους, τους επιφύλασσε πολλά κι άσχημα και με πήραν οι στεναχώριες.

Λίγα χρόνια αργότερα, αφού ξεπέρασα το σοκ με τις ασθένειες κι αποδέχτηκα πως στον κόσμο γίνονται και πόλεμοι, συνέχισα ακάθεκτη να αναρωτιέμαι. Τι έχει ο κόσμος; Οι ειδήσεις λέγανε λίγο-πολύ τα ίδια κι η απορία παρέμενε.

Σταδιακά, μέσα απ’ το σχολείο, τους φίλους και την οικογένεια, έμαθα περί καλού και κακού, άσχημου κι όμορφου και να ‘χαμε να λέγαμε. Ένα απ’ τα καλά κι όμορφα είναι κι ο έρωτας, είπαν. Τον εκθείασαν, τον παίνεψαν, του δώσανε και τα συχαρίκια για τα καλά που δίνει στους ανθρώπους κι αλλάξανε συζήτηση. Το θέμα πέρασε πάλι σε καταστροφές, πολέμους και ληστείες ως συνήθως. Τι να πεις για τον έρωτα όσο έχεις τόσα δεινά να ταλανίζουν τον πλανήτη;

Η πρώτη φορά που είδα τον έρωτα από κοντά ακριβώς όπως τον είχα στο μυαλό μου ως πιτσιρίκι, ήταν σε μία απ’ τις πρώτες μου βόλτες στο κέντρο της πόλης. Ένα ζευγάρι καθόταν σε ένα παγκάκι και ξάφνου από εκεί που δεν το περίμενε κανείς, αγκαλιάστηκαν σφιχτά και δώσανε ένα φιλί στα χείλη. Έμεινα να τους χαζεύω για τα χαμόγελα που ανταλλάξανε μετά και συνέχισαν ακάθεκτοι τη βόλτα τους. Έκτοτε πίστεψα στον έρωτα και τον παρακαλούσα να με βρει κι εμένα κάποτε να κάνουμε παρέα.

Η δεύτερη φορά που είδα τον έρωτα ήταν όταν, μόνη μου πια, κατέβηκα με την αστική συγκοινωνία στο κέντρο. Ένα ζευγάρι στεκόταν όρθιο λόγω της πολυκοσμίας του λεωφορείου κι αντάλλαξαν δυο-τρία πεταχτά φιλιά. Αμέσως έπειτα ένας κύριος τους έκανε παρατήρηση με φανερό τον εκνευρισμό του. «Πώς είναι δυνατόν» τους είπε αγανακτισμένος,  «δεν ντρέπεστε, έχουμε και μικρά παιδιά μαζί μας». Μια κυρία από δίπλα συμφωνώντας μαζί του σιγοψιθύρισε, επίσης αγανακτισμένη «Σε τι κόσμο θα φέρουμε τα παιδιά μας;». Έμεινα αμίλητη και χαμένη στις σκέψεις μου, όταν λίγα λεπτά μετά ένα κλεφτρόνι επιχείρησε να ανοίξει με πλήρη αποτυχία την τσάντα μιας άλλης κυρίας. Εκεί δε μίλησε κανείς. Και εκεί κατάλαβα μία και καλή, πως ο κόσμος δεν είχε τίποτα, οι άνθρωποι είχαν. Οι άνθρωποι φοβόντουσαν.

Το πρόβλημα βρισκόταν στα μυαλά που κουβαλούσαν ορισμένοι κι όχι στον κόσμο. Ο κόσμος ήταν όμορφος, ήταν καλός, ο κόσμος είχε γεννήσει χίλιες δυο ομορφιές για να τον στολίζουν. Δε λέω, πολλές φορές υπήρξα μάρτυρας ατίθασων νιάτων που αδυνατούσαν να συγκρατήσουν τις ορμές τους, εκεί αρμόζει το «βρες κάνα δωμάτιο να κάνεις τη δουλειά σου» αλλά για το φιλί, τον έρωτα και την αγάπη δεν περίμενα κακή κουβέντα. Δεν τους ταίριαζαν οι κακές κουβέντες, δεν μπορούσαν να τους περιγράψουν.

Ζούμε σε έναν κόσμο που λιγότερη εντύπωση του προκαλεί η είδηση για τον θάνατο χιλίων ανθρώπων εντός ενός τετραγωνικού μέτρου παρά η θέα ενός ερωτευμένου ανθρώπου. Οι άνθρωποι ξινίζουν, στραβώνουν, το χαρακτηρίζουν ανάρμοστο. Κριτικάρουν τον έρωτα και τον τοποθετούν ανάμεσα σε «πρέπει» και «μη». Τους χάλασε τη ζαχαρένια ένα φιλί, γέννημα θρέμμα γλυκών συναισθημάτων κι όταν ήρθε η ώρα τους να μιλήσουν, να πουν για την αδικία που διαδραματιζόταν μπροστά τους, δείλιασαν, έκαναν πίσω κι αρκέστηκαν στη σιωπή τους σαν συγκατάθεση. Οι άνθρωποι εξοικειώθηκαν με την καταστροφή, πλέον τη θεωρούν δεδομένη κι αμετάβλητη κι αν πρέπει να κρίνουν κάτι θα κρίνουν αυτό με το οποίο είναι λιγότερο εξοικειωμένοι.

Η βία έγινε σήμα κατατεθέν, οι πόλεμοι γίνανε ορόσημο κι ο έρωτας έμεινε να ενσαρκώνει το πρότυπο της αμαρτίας, του λάθους και τους στραβοπατήματος. Έμεινε να χάσκει μπροστά σε όλα εκείνα που θεωρήσαμε «φυσιολογικά» κι «ορθά». Κι αν τους ρωτήσεις γιατί, το πιθανότερο είναι πως δεν θα ‘χουν να σου απαντήσουν κάτι. Θα αρκεστούν σε ένα «έτσι είναι ο κόσμος, παιδάκι μου» και θα συνεχίσουν αυτό που έκαναν. Να προσαρμόζονται με τα δεδομένα και να θεωρούν φυσιολογικό εκείνο που είναι της μόδας. Ο έρωτας θεωρήθηκε πασέ, έννοια τετριμμένη, ανάξια λόγου κάτι σαν τα κακώς κείμενα της εποχής μας. Απαγορευμένα ράφια, περιορισμένα με κορδέλες για να αποθαρρύνουν τους περίεργους να πλησιάσουν.

Δεν τους πείραξε το φιλί, τους πείραξε αυτό που προκάλεσε το φιλί, κι ας μην τ’ ομολογήσουν ποτέ. Τους πείραξε να αντικρίζουν με τα ίδια τους μάτια αυτό που μέσα στο μυαλό τους το μεταφράζουν ως «δεν είναι σωστό». Εκεί κατάλαβα γιατί ο έρωτας θεωρήθηκε επανάσταση. Βάδιζε ενάντια σε πολλά κι εξακολουθεί να το κάνει. Κι αν πρέπει ντε και καλά να δώσουμε μια απάντηση στο «Σε τι κόσμο θα φέρουμε τα παιδιά μας;» ας τα φέρουμε τουλάχιστον σε έναν κόσμο που θα χαίρονται με το φιλί και θα αγανακτούν με την αδικία. Κι ίσως τότε ο κόσμος γίνει καλύτερος.

Συντάκτης: Αλίκη Αμπατζή
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη