Κατά καιρούς, όσο προσπαθούσαμε να βγάλουμε μια άκρη ανάμεσα σε σωστές και λανθασμένες συμπεριφορές, καταλήξαμε να κατατάσσουμε τα συναισθήματα σε κατηγορίες. Βάλαμε τα θετικά μαζί και τα αρνητικά σε μια μεριά μόνα τους, να κάθονται και να καραδοκούν πότε θα έρθει η κατάλληλη στιγμή, η ώρα η σωστή για να παρέμβουν. Αναλόγως τον άνθρωπο, την εποχή και τις περιστάσεις ο καθένας από μας έχει προαποφασίσει για τον εαυτό του ποιο συναίσθημα θα βάλει πρώτο σε κατάταξη, ποιο θα αναλάβει να στρογγυλοκαθίσει στην πρώτη θέση ως το ισχυρότερο έναντι όλων των υπολοίπων.

Άλλοι τοποθέτησαν ψηλά τα θετικά κι άλλοι, φοβούμενοι και τρομοκρατημένοι, βάλανε στην κορφή τη θλίψη, την απογοήτευση και την απόρριψη. Ο μεγαλύτερος φόβος τους αποτέλεσε και την αφορμή να μεταφράζουν τη συμπαράσταση απέναντι σε οτιδήποτε θλιβερό, σε αιώνια κι αμοιβαία αγάπη, φιλία, έρωτα. Γι’ αυτούς τους ανθρώπους το να τους σταθείς στις μέρες με συννεφιά ισοδυναμεί με μια απεριόριστη δύναμη ικανή να μετατρέψει μια μέτρια αλληλοσυμπάθεια σε μια ισχυρή φιλία.

Με βάση το παραπάνω ειπώθηκε η πασίγνωστη σε όλους μας ατάκα «Οι φίλοι φαίνονται στα ζόρικα, στα δύσκολα και στα δεινά». Δεν αντιλέγουμε, όντως η στήριξη δεν είναι λίγο πράγμα. Έχει πολλά να πει και πολλά να ξεδιαλύνει. Μουτρώνουμε με όσους στα δύσκολα την κοπάνησαν και καλά κάνουμε. Έχουμε το δίκιο με το μέρος μας, στραβώσαμε με τη στάση και τη συμπεριφορά τους κι από εμάς έχουν μια σειρά από μπινελίκια δώρο έκαστος.

Αλλά επειδή μας αρέσει να το ψειρίζουμε, η στήριξη στις μαυρίλες δε μας κράτησε. Δε μας αρκούσε το χάδι ως απάντηση σε δυο-τρία παράπονά μας, δε συμβιβαστήκαμε με εκείνο το «όλα καλά θα πάνε» γιατί παρά ακούγεται κλισέ και τετριμμένο στα δικά μας τα αυτιά. Αυτή η καραμέλα έλιωσε, το παραμύθι πάλιωσε όταν ακόμα κι ο περαστικός που μας πέτυχε με το μάτι δακρυσμένο, μας ρώτησε όλο συμπόνια ποιος μας πείραξε, τι μας ενόχλησε, γιατί στα κομμάτια καταλήξαμε να μοιάζουμε με πρωταγωνιστή από δραματική ταινία με την περιέργεια να ξεχειλίζει. Εκείνη η ευγενική καλοσύνη των ξένων μας έπεισε πως στα δύσκολα δεν είναι λίγοι εκείνοι που θα σου συμπαρασταθούν. Άραγε αν σε έβλεπε να λάμπεις από ευτυχία, θα σε ρωτούσε γιατί;

Επίτρεψέ μας να σου απαντήσουμε πως όχι, δε θα ρωτούσε. Όχι επειδή είναι κακιασμένος και μισάνθρωπος, αλλά επειδή δεν τον ενδιαφέρει. Όρεξη είχε να ακούσει τα δικά σου τα χαρμόσυνα με τα χίλια-δυο στραβά να του μαυρίζουν τη ζωή. Δε μας παρατάς εσύ και τα καλά σου; Υπάρχουν και άνθρωποι που έχουν και προβλήματα. Δεν του φταις εσύ, η χαρά σου του φταίει. Και κανείς δεν είπε πως τούτο το πόρισμα ισχύει μονάχα για τους ξένους. Ισχύει και για τους γνωστούς.

Για να το πούμε απλά, οι άνθρωποι που σε νοιάζονται και σ’ αγαπάνε, στα χαρμόσυνα θα φανούν. Πέτυχες, κέρδισες, νίκησες, επιβραβεύτηκες, ερωτεύτηκες; Κάτσε και μέτρα πόσοι σε ρώτησαν, πόσοι σε άκουσαν και πόσοι σε πρόσεξαν. Άπαξ και μετρήσεις παραπάνω από δυο-τρεις, εμείς εδώ σου δίνουμε συγχαρητήρια και σου ευχόμαστε κι εις ανώτερα. Αλλά επειδή δεν πρόκειται να αντικρίσεις κάτι παραπάνω από ξινισμένες μούρες και κάτι «μπράβο» που βγήκαν με το τσιγκέλι, παρ’ το  λίγο πιο σοβαρά.

Είναι ευκολότερο να δεχτείς τη λύπη κάποιου άλλου. Αυτομάτως μπαίνει εκείνο το παλιό, το ένστικτο της επιβίωσης και της κυριαρχίας που έχουμε απ’ τα γεννοφάσκια μας. Δεν είναι κακό, είναι όμως ανθρώπινο. Η σύγκριση με τη δική μας την ανάποδη ζωή τοποθετείται πλάι σε μια άλλη θλιβερή ιστορία κι ο καλύτερος κερδίζει. Αποκτά την προσοχή άλλων πόσων που ξαφνικά αισθάνθηκαν καλύτερα με τις αναποδιές του άλλου και το αποτέλεσμα μετριέται σε χαδέματα στην πλάτη κι όλο κατανόηση βλέμματα. Οι σχέσεις μας κατέληξαν να αξιολογούνται με βαθμό αλληλολύπησης και το ξεφτιλίκι μας όσο πάει και μεγαλώνει με βαθμό άνω του μετρίου.

Αυτός που σ’αγαπάει θα κάτσει και θα ακούσει με τις ώρες να του λες για εκείνο το βλέμμα που σου τάραξε τα σωθικά, για τότε που δε σταμάτησες να γελάς. Ο ενθουσιασμός ο δικός σου θα γίνει τμήμα του και καλώς μα τα ‘πανε πως η χαρά είναι μεταδοτική, είναι φάρμακο. Θα σε ρωτήσει για χιλιοστή φορά πώς κατάφερες και πέτυχες, θα δεχτεί τις σπαρταριστές λεπτομέρειες τις ουτοπικής ευτυχίας σου και για τα δικά του τα δεινά υπάρχουν κι οι μεταμεσονύχτιες συζητήσεις. Όλα στην ώρα τους, κανείς δε θα μείνει με το παράπονο. Ούτε κι εσύ όμως.

Αυτός που είπε πως οι κακοτυχίες προέχουν στη συζήτηση ήταν ο πιο δυστυχισμένος άνθρωπος στον κόσμο. Ήταν εκείνος που όλα του ήρθανε στραβά και χώρο για χαρές και πανηγύρια δεν είχε για να αφήσει. Τα στρίμωξε καλά-καλά σε μια γωνιά και τα άφησε να κρυώνουν. Μας αρέσει να ακούμε δυσάρεστα γιατί μας κάνουν να νιώθουμε καλύτερα με τα δικά μας τα άστα να πάνε. Γουστάρουμε να μετριάζουμε τη θλίψη μας με τη θλίψη του άλλου κι από εκείνο το σημείο δε διστάζουμε να γίνουμε ψυχολόγοι, σύμβουλοι και συμπαραστάτες.

Στις χαρές σου θα σταθούν εκείνοι που σε νιώθουν, εκείνοι που προτιμούν να σε βλέπουν λαμπερό, εύθυμο, όπως άλλωστε σου πάει. Θα γίνουν ο καθρέφτης σου, η αντανάκλαση που τους γελά και τους καλεί να πάρουν μέρος στη γιορτή. Μακριά απ’ τις σκοτούρες τους που βασανίζουν κόσμο και κοσμάκη, θα αρκεστούν να χειροκροτήσουν. «Κι αν μας αντέξει το σχοινί, θα φανεί στο χειροκρότημα» κι αν το χειροκρότημα σου πάρει τα αυτιά, έχεις λόγο να ‘σαι ευτυχισμένος.

 

Συντάκτης: Αλίκη Αμπατζή
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη