Για την ευγένεια και τους καλούς τρόπους συμπεριφοράς ακούγονται πολλά. Για την ακρίβεια, τόσα πολλά που το τι εστί καλός τρόπος συμπεριφοράς έχει παρερμηνευτεί σε βαθμό που μπερδεύουμε την ευγένεια με το «έτσι είμαι εγώ κι αν σ’ αρέσει, αδερφέ» μέχρι το να πίνουμε καφέ από ρηχό πιάτο γιατί έτσι μας εκφράζει καλύτερα. Εν ολίγοις, καλύτερο θα ήταν ν’ αναρωτηθούμε πρωτίστως τι σημαίνει να έχεις έναν καλό τρόπο συμπεριφοράς σ’ ένα πλαίσιο περισσότερο κοινωνικό παρά μοναχικό, προσωπικό ή έτσι τη βρίσκω εγώ.

Σε τούτο το πρόβλημα μερίμνησαν κάποιοι να μας λύσουν τα χέρια, έτσι απλώς για να μην σκοτιζόμαστε εμείς με τέτοια μικροπράγματα. Κάθισαν λοιπόν, πιάσανε μολύβι και χαρτί και κατέγραψαν μερικούς βασικούς κανόνες, τους οποίους, κατά την άποψή τους, αν δεν τους ακολουθείς, προτιμότερο είναι να πας να ζήσεις σε κάνα βουνό άκρη Θεού. Τούτο το εγχειρίδιο το βάφτισαν «savoir vivre», σε απλά ελληνικά «να ξέρεις να ζεις», μας το πάσαραν κι αναλάβαμε έκτοτε εμείς να εφαρμόσουμε και να δικαιώσουμε τους κόπους τους.

Καλή προσπάθεια, δε λέω, αλλά το savoir vivre προς το παρόν παραμένει μία έννοια, η οποία περιορίζεται αποκλειστικά σ’ ένα κοινωνικό πλαίσιο στο οποίο είσαι υποχρεωμένος να έχεις απέναντί σου τον άλλο με σάρκα κι οστά. Αν θα χαρακτηριστείς «ευγενής» εξαρτάται απ’ τον τρόπο που θα κινείσαι, απ’ τον τρόπο που θ’ αποφεύγεις να γκρεμίσεις τα γύρω αντικείμενα κι απ’ το λεξιλόγιο που θα επιλέξεις να χρησιμοποιήσεις προκειμένου να μη σου κάνουν καταγγελία για ασύστολη αθυροστομία στο πρώτο ραντεβού.

Κι αν οι καλοί μας τρόποι, μέχρι προσφάτως περιορίζονταν σ’ ένα χώρο με δέκα φυσικές παρουσίες να μας περιτριγυρίζουν, έφτασε κι ο καιρός που καταλήξαμε να συναναστρεφόμαστε χιλιάδες παρουσίες, με τη μοναδική διαφορά πως αντί για ένα μαγαζί, ένα καφέ, ένα δωμάτιο, πλέον ο καθένας διαθέτει τη δική του προσωπική πύλη στον κόσμο, που έρχεται σε διαστάσεις, ίντσες και φωτίζει. Κι αν σε μία πραγματική κοινωνία οι καλοί τρόποι κρίνονται κάτι παραπάνω από απαραίτητοι προκειμένου να τη βγάλεις καθαρή, συνεπώς κάτι αντίστοιχο πρέπει να ισχύει και για τον ηλεκτρονικό μας μικρόκοσμο. Υπάρχει ευγένεια στο διαδίκτυο;

Πριν από μερικά χρόνια, όταν ως επαναστατημένο πιτσιρίκι επιχείρησα κι εγώ να ενταχθώ στον κόσμο του facebook, μου είχαν τονίσει δις και τρις πως οποιαδήποτε δημόσια κίνηση στο προσωπικό μου προφίλ, αντιστοιχούσε με το να βγαίνω στο μπαλκόνι και να φωνάζω με στεντόρεια φωνή τα κατορθώματά μου. Με έβλεπαν όλοι, με άκουγαν όλοι κι ο καθείς είχε δικαίωμα σε σχόλια και σε αντιδράσεις, ας όψεται η ελευθερία του λόγου.

Συνεπώς, αν ήθελα ντε και καλά να αποφύγω έναν κοινωνικό καταποντισμό, όφειλα να περιοριστώ σε μερικές αξιοπρεπείς δηλώσεις, του τύπου σαν να βγαίνω στην ταράτσα και ν’ απαγγέλλω τα άπαντα του Ελύτη, μέχρι να συνειδητοποιήσω άγαρμπα πως, ακόμη και νόμπελ να είχα πάρει, πάντα θα υπήρχε εκείνος που δε θα δίσταζε να σχολιάσει με αγένεια την κουλτουριάρικη πτυχή μου. Delete και block, αναιδέστατε.

Αμέσως έπειτα μου έγινε ξεκάθαρο πως η προστατευτική μπάρα που λέγεται «διαδίκτυο» παρά ήταν ελκυστική στα μάτια ορισμένων. Τα υβριστικά σχόλια σε δημόσιο status, τα ξεκατινιάσματα και τα πικρόχολα σχόλια ουδέποτε έλειψαν απ’ την αρχική μου σελίδα. Ξαφνικά ο καθείς είχε άποψη για κάθε μικρό ή ασήμαντο γεγονός και δε δίσταζε να το εκφράσει ενώπιον πολλών σε σημείο να εξευτελίζει τόσο τον άλλο όσο και τον εαυτό του.

Πράγμα που σήμαινε πως ο κόσμος παρά αισθανόταν ασφαλής να εκφράσει την έντονη δυσαρέσκεια του πίσω απ’ το φίλτρο της ηλεκτρονικής παρουσίας, με το άλλοθι πως ουδεμία σχέση έχει με το πραγματικό του ποιόν. «Έλα μωρέ, facebook είναι, από κοντά ούτε που με ξέρει». Κι όταν λέμε «από κοντά» εννοούμε μία άκρως ευγενική ψυχή και μόλις μπει η οθόνη στη μέση ξεθάβουμε το επαναστατικό μας ένστικτο και το βγάζουμε φόρα παρτίδα.

Στο όνομα του «like» και της ηλεκτρονικής αναγνώρισης, χιλιάδες είναι αυτοί που θυσίασαν «πιστεύω» κι αξίες κι αισθάνθηκαν ικανοποίηση με το πικάντικο σχόλιο που πήρε φωτιά μία και τέταρτο, ώρα Ελλάδος, λες και χαράχθηκε στα άπαντα της παγκόσμιας ιστορίας. Μια στιγμή δημοσιότητας για μερικά κεφάλια ισοδυναμούσε με μία εσαεί τοποθέτηση στα top ten του διαδικτύου και θα τιμηθούν μετά θάνατον για το έργο τους. Και το βασικό μας ερώτημα είναι αν θα λέγανε τα ίδια, αν η εν λόγω συζήτηση γινόταν face to face. Χλωμό.

Βέβαια, το καλό απ’ όλη αυτήν την ιστορία είναι πως, ευτυχώς για εμάς, δε λειτουργούν όλοι έτσι. Μερικοί αντιλήφθηκαν νωρίς πως η αγένεια στο διαδίκτυο εν έτει 2017 έχει πάψει προ πολλού ν’ αποτελεί μια έννοια ουτοπική κι εκτός πραγματικότητας με τη σκέψη πως «αν εκφράζεται έτσι απ’ το facebook σκέψου πώς θα είναι από κοντά». Το γεγονός πως υπάρχει η δυνατότητα να διαμορφώσεις τις κινήσεις σου στο ηλεκτρονικό προφίλ με τα πλήκτρα «δημοσίευση» και «διαγραφή» δε σημαίνει πως δεν ακούει και δε βλέπει κανείς.

Αν στην πραγματική ζωή υπάρχει εκείνος ο ένας που θα θυμηθεί το ρεζιλίκι σου στο καφέ προ τριετίας, πάντα θα υπάρχει κι εκείνος ο ένας ή δέκα ή στην προκειμένη εκατοντάδες, που θα θυμούνται τη δημόσια έκθεσή σου με εκείνο το status που έθιγε τα ιερά και τα όσια. Ψάξε τρύπα να κρυφτείς.

 

Συντάκτης: Αλίκη Αμπατζή
Επιμέλεια κειμένου: Αναστασία Νάννου