Έχω προσπαθήσει αρκετές φορές, είναι η αλήθεια, να ξεχωρίσω το συναίσθημα εκείνο που θα μπορούσε κανείς να χαρακτηρίσει ως χειρότερο όλων. Ξέρετε, εκείνο που σε διαλύει και δεν αφήνει περιθώρια ν’ ανασυγκροτηθείς. Κοίταξα ανάμεσα σε χωρισμούς, σε φιλίες παλιές, σ’ όλων των ειδών  τους τσακωμούς και τις διαμάχες, μα μάταια. Δε μου ήταν εύκολο να διαλέξω μόνο ένα. Κάθε φορά που το έβρισκα, κάθε φορά που νόμιζα ότι το κρατούσα στα χέρια μου έτοιμη να το ονομάσω, κάτι χειρότερο ερχόταν μετά να του πάρει τη θέση.

Έχει περάσει καιρός που σταμάτησα την προσπάθεια αυτή, κουρασμένη απ’ το ατέλειωτο κυνηγητό. Κι εκεί που τα παρατάς όλα και δε σε νοιάζει πλέον τι θα γίνει, αυτό που τόσο έντονα επεδίωκες καιρό τώρα συμβαίνει από μόνο του, έτσι δε λένε; Ε ναι, λοιπόν, και στη δική μου την περίπτωση μ’ αυτόν τον ανόητο τρόπο έγινε. Σαν κάποιος να μας κοροϊδεύει, τι να πω. Είδα ένα βράδυ τη μητέρα μου να κλαίει κι εκεί κατάλαβα πως μέχρι εκείνη τη στιγμή το χειρότερο συναίσθημα δεν το είχα βιώσει ακόμη.

Τι χωρισμοί και βλακείες. Τι φίλοι που μας πρόδωσαν. Πόσο ανόητη ήμουν, έψαχνα σε λάθος κουτιά αναμνήσεων. Συνειδητοποίησα αμέσως ότι δεν πρέπει να υπάρχει κάτι χειρότερο απ’ το να βλέπεις τους γονείς σου να κλαίνε. Τίποτα δε νομίζω ότι μπορεί να σε κάνει τόσα κομμάτια. Είναι συναίσθημα τόσο άσχημο και τόσο έντονο που δυσκολεύομαι να το περιγράψω, δε βρίσκω τις κατάλληλες λέξεις. Δεν αρκεί να το ονομάσω λύπη, ούτε στενοχώρια, ούτε τίποτα απ’ αυτά τα αρνητικά που λέμε συνήθως. Πρέπει να είναι όλα αυτά μαζί και κάτι παραπάνω. Κάτι μεγαλύτερο.

Ξέρετε, έχουμε συνηθίσει οι άνθρωποι αυτοί να είναι το στήριγμά μας. Η εικόνα που έχουμε για τους γονείς μας είναι ίσως μια εικόνα υπερανθρώπων. Δε λυγίζουν ποτέ, τ’ αντέχουν όλα. Πιστεύουμε ότι θα είναι πάντα δίπλα μας ό,τι κι αν γίνει να μας δίνουν δύναμη και ξεχνάμε ότι κι αυτοί χρειάζονται από κάπου να πάρουν αυτή τη ρημάδα τη δύναμη. Όταν ξεμένουν από αντοχές, δεν μπορούμε να το δεχτούμε, δε μας φαίνεται φυσιολογικό. Αυτοί πάντα κάνουν κουράγιο, τι τα θέλουν τα κλάματα; Γονείς είναι, ξέρουν τον τρόπο.

Μπροστά σε μια τέτοια εικόνα, στο γονιό μας να δακρύζει, νομίζω πως τα πάντα μέσα μας παγώνουν. Δεν ξέρεις πώς να φερθείς, δεν ξέρεις τι να πεις. Αν λύγισε αυτός που κάθε βάρος μπορεί να το σηκώσει, εσύ, δηλαδή, τι πρέπει να κάνεις; Εσύ μια ζωή είχες συνηθίσει να σηκώνεις τα μισά, γιατί τα υπόλοιπα τα φόρτωνες στη πλάτη του. Τώρα τι άλλαξε; Γιατί καταρρέει και τι μπορείς να πεις για να τον βοηθήσεις; Αυτά που μέχρι τώρα έλεγε εκείνος σε εσένα; Αυτοί οι νέοι ρόλοι περίεργα μοιράστηκαν.

Κι όσοι απ’ εσάς το έχετε βιώσει, δεν ξέρω αν θα συμφωνήσετε σ’ αυτό εδώ, μα εγώ έτσι το έζησα. Το πρώτο πράγμα που περνάει απ’ το μυαλό μας εκείνη τη στιγμή είναι ένα «Μήπως έκανα κάτι εγώ;». Μια τόσο παιδιάστικη σκέψη και τόσο αθώα, μα ταυτόχρονα είναι φορτισμένη με τόσες τύψεις, μ’ ενοχές. Τύψεις κι ενοχές για όλα όσα τους έχουμε κάνει, μικρά και μεγάλα, και για τα οποία ποτέ δεν έκλαψαν, ποτέ δεν ξέσπασαν, ποτέ δεν παραπονέθηκαν. Κι εμείς μέχρι τώρα δεν είχαμε καταλάβει ποσό πολύ τους είχαν πονέσει. Νομίζαμε ότι μαγικά οι γονείς μας δεν πληγώνονται, νιώθουν μόνο τα όμορφα συναισθήματα και μάλιστα τα μοιράζονται και μαζί μας. Δεν είχαμε καταλάβει ποσό καλά έκρυβαν τα άλλα, τα θλιβερά, κι αυτό για να μας προστατεύσουν.

Η στιγμή, λοιπόν, που θα δεις τους γονείς σου να κλαίνε, είναι εκείνη που θα σου ανοίξει τα μάτια. Είναι τότε που θα καταλάβεις πόσο ευάλωτοι είναι οι άνθρωποι που σε μεγάλωσαν και πόσο πολύ έχουν τώρα ανάγκη τη δική σου προστασία. Είναι η στιγμή που θα ξυπνήσεις και θα ορκιστείς πως τίποτα δε θα επιτρέψεις να τους ξαναφέρει στην ίδια κατάσταση. Απ’ εδώ και στο εξής, θα μετράς τα λόγια σου σε κάθε τσακωμό σας, θα βάζεις και λίγο νερό στο κρασί σου για να μην τους στενοχωρήσεις.

Α, θα πεις και κανένα «ευχαριστώ» και το βράδυ, πριν την καληνύχτα, θα πεις ίσως κι ότι τους αγαπάς.

Συντάκτης: Δήμητρα Λογοθέτη
Επιμέλεια κειμένου: Αναστασία Νάννου