Τον πετυχαίνω Κυριακή βράδυ, τσακισμένο σε μια γωνιά, κατεστραμμένο, με τρύπες από τσιγάρα στα μπράτσα. Κάθομαι δίπλα και του σφίγγω το λάστιχο.

«Ξέρεις πόσο καιρό είμαι κολλημένος σε εκείνον τον τοίχο; Τα μεσημέρια δε φοβάμαι τόσο. Κάποιο βράδυ όμως θα με σκοτώσουν, να μου το θυμάσαι. Ξέρεις πόσο φοβάμαι τους απεγνωσμένους πρώην;

Άρρωστο συναίσθημα η απόγνωση· δεν είναι για τον άνθρωπο.

Ξέρεις ότι δε θέλουν να με βλέπουν πια; Τους ακούω.

Με παίρνεις για τρελό κι εσύ… Μπορεί και να είμαι.

Που λες, μιλούν στο τηλέφωνο.

Εκείνος τη θέλει μα αυτή δε θα γυρίσει ποτέ.

Μοιάζει αστείο, αλλά εκείνη πρώτη με είχε γράψει και του είχε πει: «Δες το καλά. Μην το ξεχάσεις ποτέ».

Φορούσε τότε ένα τζάκετ που της είχε κάνει δώρο εκείνος και κρατούσε ένα ματωμένο… Μα τι σου λέω; Τα ξέρεις. Εσύ δεν είσαι αυτός;

Έ, Γιώργο; Δε με αναγνωρίζεις; Είμαι ο “Θα σ’ αγαπώ για πάντα, Γ-Κ”.

Έλα τώρα, μη με κοιτάς έτσι. Ομόνοια; Ημιώροφος;

Γέρασα, ξέβαψα λίγο, αλλά ακόμη εκεί είμαι. Scripta manent δε λένε;» είπε και γέλασε θλιμμένα.

Δεν έβγαλα μιλιά. Φόρεσα την γκαμπαρντίνα μου κι έφυγα.

Που πηγαίνει άραγε όλη η αγάπη; Που βρίσκονται τα σ’ αγαπώ των τοίχων;

Τα λιωμένα σ’ αγαπώ στους τοίχους.

Αυτές οι μικρές λεξούλες που άλλοτε σκαλίζονταν σε δέντρα, άλλοτε ζωγραφίζονται σε τεράστιους τοίχους, γίνονται συνθήματα ή άλλοτε είναι τόσο εύθραυστες και μικρές που γράφονται σε σοβάδες σκοτεινών ημιωρόφων με πένες που τρέμουν.

Χρονολογίες. Νούμερα στη σειρά· χειροποίητες πυξίδες που δείχνουν την ημερομηνία έναρξης μιας σχέσης.

Μονάδες μέτρησης της σχέσης· είναι εκεί, πάντοτε εκεί. Μοναδικα ταυτοποιημένες σφραγίδες, σαν δακτυλικό αποτύπωμα δύο ανθρώπων.

Δεν αντιλέγω, είναι όμορφο να έχεις στις γωνιές της πόλης χαραγμένη τη στιγμιαία ευτυχία σου. Scripta manent άλλωστε.

Όμως..Όμως ο λιχνιστής χρόνος καταστρέφει τα πάντα.

Κι έτσι από γούστο, διατηρεί ανέπαφα τα άψυχα.

Κι όταν μπαγιατέψει η αγάπη;

Που θα γραφτεί η ημερομηνία λήξης;

Ποιο αξημέρωτο σκουπιδιάρικο θα περισυλλέξει τα σαπισμένα υπολείμματα;

Όχι κυρίες και κύριοι, οι παλιές αγάπες δεν πηγαίνουν στον Παράδεισο, ούτε κάθονται και διαβάζουν τα γαλάζια τους γράμματα.

Τα σ’ αγαπώ των τοίχων δεν ξεμένουν σε κάποιο παλιό σεντούκι, σαν παιδικές κούκλες που περιμένουν να τις αγγίξει ένα κοριτσάκι. Δεν απορρίπτονται στους κάδους ανακύκλωσης. Δεν έχουν πιθανότητες επαναφοράς ή νεκρανάστασης.

Είναι βυθισμένα στην ανυπαρξία, στη δική τους limbo. Καταδικασμένα να ζήσουν σε ένα αιώνιο παρόν δίχως μέλλον και παρελθόν. Στον χρόνο του απόλυτου πουθενά.

Παρατηρήστε για λίγο τα δεκάδες πεταμένα κουτιά τσιγάρων στα πολυσύχναστα πεζοδρόμια.

Το διαρκές ποδοπάτημα έχει μηδενίσει την τρίτη τους διάσταση.

Είναι λιωμένα, έχουν σχεδόν κολλήσει με το καυτό τσιμέντο, έχουν γίνει μία ουσία· άχαρα, ισοϋψή με την ισόγεια καθημερινότητα.

Ούτε να σκοντάψεις δεν μπορείς πια στα ξεφτισμένα σ’ αγαπώ των τοίχων.

Όχι, δε μου αρέσουν τα θλιβερά σ‘ αγαπώ των τοίχων· τα σιχαίνομαι.

Σιχαίνομαι τη μιζέρια τους, τη συνεχή θρηνωδία, την αποφορά της σήψης τους.

Τα κορμιά τους είναι πλαδαρά, χοντρά, αηδιαστικά από τις δεκάδες πλαστικές μήπως και κοροϊδέψουν τον λιχνιστή χρόνο· τα πρόσωπά τους πρησμένα από τα φάρμακα ή άλλοτε βαθουλωμένα από την ασιτία και τις ουσίες.

Φορούν ξεφτισμένα παλιόρουχα και ζητιανεύουν νέες αγάπες. Πρεζάκια των ερώτων, τριγυρνούν στο κέντρο με τρύπια παπούτσια κι αναζητούν μιαν άγρια δόση την αυγή ώσπου να συρθούν ξανά στους τοίχους τους.

Αργοσβήνουν σαν ασθενείς σε τερματικό στάδιο, βαλσαμωμένα με πράσινους ορούς, τρέμοντας μήπως κάποιο βράδυ ξεκολλήσουν οι υγροί σοβάδες που τα φιλοξενούν.

Ο έρωτας δεν είναι άγιος.

Τα ξεφτισμένα σ’ αγαπώ είναι τα λιωμένα λείψανα στο φέρετρο του τοίχου.

Οι κηδείες τους έχουν τελεστεί από καιρό, τα άψυχα σώματά τους βρωμάνε, μα επιμένουμε να τα τιμούμε με επιμνημόσυνες δεήσεις.

Όχι.

Οι νεκροί ανήκουν στους νεκρούς τους και τα άψυχα έχουν ζωή μόνο όσο είναι ενωμένα με μας. Διαφορετικά σβήνουν μόνα στις παντέρημες εκτάσεις του Πλούτωνα.

Κάποιο μεσημέρι Τρίτης ένας νεαρός με γκαμπαρντίνα ανέβηκε δυο δυο τα σκαλιά σε μια πολυκατοικία στην Ομόνοια.

Κουβαλούσε ένα πλαστικό μπουκάλι που περιείχε δυο δάχτυλα οινόπνευμα. Έφτασε στον ημιώροφο, βρήκε τη γραφή και πριν ολοκληρώσει ο τοίχος τη φράση «σε παρακαλώ, μη με σκοτώσεις», ο «Θα σ’ αγαπώ για πάντα, Γ-Κ» είχε γίνει μικρές γραμμούλες που έτρεχαν προς το πάτωμα, σαν δάκρυα του λευκού τοίχου. Ήταν θλιβερό.

Η τελευταία πράξη του θεάτρου.

«Ήμουν το μόνο που είχες πλέον…», σιγοψιθύρισε ο σ’ αγαπώ.

«Ακριβώς. Είχα.»

Συντάκτης: Βασίλης Γιαννούλης