Εδώ και πολύ καιρό –πολύ όμως– το ίντερνετ έχει αντικαταστήσει την τηλεόραση και το παλιό, καλό, ραδιόφωνο ακόμα. Αναγνωρίζοντας πως έχει τόσες δυνατότητες, πολλές παραπάνω συγκριτικά με τα άλλα μέσα, ήρθε για να μείνει.

Εδραίωσε την επιβλητική του παρουσία στη ζωή μας μέσα απ’ τις συσκευές μας. Έγινε ανάγκη μας καθημερινή, μέρος της δουλειάς μας, της χαλάρωσης, της διασκέδασής μας και καταλαμβάνει, πιθανότητα, κι ένα μεγάλο μέρος της μέρας μας -αν όχι το μεγαλύτερο.

Όποια κι αν είναι η ηλικία του καθενός, η εργασία του, η αντίληψή του, η κοινωνική του θέση, η κατάρτισή του κι η προσωπική του ζωή, το χρησιμοποιεί. Ξυπνάει το πρωί, ελέγχει τα μέιλ του, μαθαίνει για την επικαιρότητα, ελέγχει τους λογαριασμούς του στα μέσα δικτύωσης, βάζει μουσική να ακούσει, στη δουλειά λειτουργεί προγράμματα, διαφημίζεται, συνεργάζεται με εταιρίες, στέλνει τις προτάσεις του, γυρνάει σπίτι και χαλαρώνει με μια ταινία ή σειρά, ξανά τα μέσα και ξανά και ξανά. Μια τυπική μέρα, ενός μέσου ανθρώπου.

Και πια φαντάζει περίεργο κάποιος να ανοίξει τηλεόραση. Για να ενημερωθεί, για να ψυχαγωγηθεί. Φαντάζει παράταιρο σε μια τέτοια κοινωνία, εν μέσω κρίσης οικονομικής, κοινωνικής κι ηθικής, κάποιος να βασίζει τη δημιουργία μιας προσωπικής άποψης πάνω σε κεκαλυμμένα θέματα και παραποιημένες αλήθειες. Η τηλεόραση πάντα έπαιζε το παιχνίδι της παραπλάνησης και της χειραγώγησης στα δάχτυλά της.

Γιατί πια, τα κανάλια καθιστούν την ίδια την αλήθεια μη βιώσιμη. Γιατί ναι, ένας καλοντυμένος δημοσιογράφος με αποφασιστικό και σίγουρο βλέμμα, πανεπιστημιακή γνώση και μεταπτυχιακή καταξίωση, που υποστηρίζει μια άποψη, μπορεί πολύ καλά να πείσει μια μεγάλη μερίδα κόσμου, που ψάχνει αυτό το κάτι. Ψάχνει κάπου να στηριχθεί, να ελπίσει, να ψηφίσει. Και καταφέρνει να φέρει βόλεμα, αδράνεια. Καταφέρνει, αντί να ξυπνά, να κοιμίζει.

Και το ίντερνετ εδώ δίνει τη λύση. Η τηλεόραση αποτελείται από κάποιες δεκάδες κανάλια με τα περισσότερα απ’ αυτά να αποκλείονται απ’ την πλήρη ενημέρωση και σχέση εμπιστοσύνης λόγω χαμηλής αναγνωσιμότητας. Απ’ αυτά λοιπόν τα δέκα, ας πούμε, γνωστά κανάλια τα περισσότερα συνεργάζονται με πολιτικούς φορείς, παίρνουν κατευθυνόμενες ειδήσεις, παρουσιάζουν συγκεκριμένα ρεπορτάζ, καλύπτουν καταστάσεις. Κι όποιος κάνει το αντίθετο μεμονωμένα, πιθανότατα δεν επιβιώνει σ’ αυτό το χώρο. Η αμεροληψία γίνεται ελάττωμα κι εμποδίζει την εξέλιξη της καριέρας. Πιο πολύ θα βοηθούσε για παράδειγμα η προσαρμοστικότητα. Σε ό,τι είναι αναγκαίο και σε ό,τι ζητείται γενικότερα.

Στο ίντερνετ αυτό δε γίνεται -όχι τόσο κραυγαλέα τουλάχιστον. Χιλιάδες ρεπορτάζ, χιλιάδες ειδήσεις. Εσύ κρίνεις, ακούς, διαβάζεις κι επιλέγεις τι θες να εμπιστευτείς. Δεν υπάρχει περιορισμός ούτε συγκεκριμένη κατεύθυνση. Οι περισσότεροι ανεξάρτητοι επαγγελματίες –κι όχι οι ίδιες επαναλαμβανόμενες τοξικές παρουσίες που εξυπηρετούν συμφέροντα–  παρουσιάζουν μια άποψη, με επιχειρήματα κι εσύ καλείσαι αφού ακούσεις τις δέκα, είκοσι, εκατό, να πιστέψεις ό,τι στο καλό θέλεις να πιστέψεις. Εδώ θεμελιώνεται η διαφάνεια της διαδικτυακής ενημέρωσης, αλλά και της αμεσότητας. Κάθε νέο, ταξιδεύει γρηγορότερα, ακριβέστερα και πληρέστερα στο ίντερνετ.

Μα πέρα απ’ αυτό, η τηλεόραση δεν προσφέρει καν τη διασκέδαση που κάποτε όντως προσέφερε. Νέες εκπομπές με χαμηλή ποιότητα, ελάχιστες νέες σειρές κι άπειρες επαναλήψεις. Καμία ποικιλία, που προφανώς κι αδυνατεί να καλύψει εύρος γούστων -ούτε καν των βασικών. Γιατί όσο και να διασκεδάζουμε με παλιές τηλεοπτικές επιτυχίες, θέλουμε και κάτι το νέο.

Κάτι που να μην ξέρουμε τη συνέχεια και το τέλος, κάτι να σκεφτούμε, να τρομάξουμε, να γελάσουμε. Κάτι να μας ξαφνιάσει και να μας ενθουσιάσει. Και μέσω του ίντερνετ, αυτό το βρίσκουμε. Σειρές, ταινίες, εκπομπές. Με κάτι το διαφορετικό. Κι έτσι όλοι, καλώς ή κακώς, εκεί στρεφόμαστε. Είναι εύκολο, έχει τα πάντα, όπου και για όσο κι ό,τι ώρα το θέλουμε. Στην εποχή της ευκολίας και της άνεσης, μη μας ρωτάτε καν γιατί.

Κι οι νέοι, πρώτοι απ’ όλους, έχουν καταλάβει το παιχνίδι που παίζεται με την τηλεόραση κι αρνούνται να το παίξουν, έτσι ακολούθησαν την αναβαθμισμένη μορφή της, το ίντερνετ. Μπήκε στο σπίτι πολλών εκατομμυρίων ανθρώπων πριν από χρόνια –στη γενιά των γονιών ή και των παππούδων μας– και κατάφερε κάτι, που όποια άλλη προσπάθεια και να γινόταν, θα αποτύγχανε. Να διαμορφώσει μια άποψη. Να κινήσει το κοινό προς όποια κατεύθυνση αυτό ήθελε. Κι οι νέοι έζησαν τη γέννηση του διαφορετικού. Κατανόησαν το τριπάκι που παγίδεψε τους παλαιότερους, που δεν τους άφηνε ευχαριστημένους, ή αυτό που πια τους έλειπε. Οι νέοι βρήκαν αυτή τη νέα διέξοδο. Τη διαβάθμιση της ενημέρωσης, της διαφήμισης, της διασκέδασης. Αυτά που οι παλιότεροι, ακόμα και τώρα, έχουν φτιάξει έναν τοίχο κι αφήνουν οποιαδήποτε άποψη διαφορετική απ’ αυτά που πρεσβεύουν, να την αποκρούσει ο χτισμένος με ματαιοδοξία τοίχος τους.

Δεν κατάλαβαν, όμως. Το ίντερνετ δεν είναι κανενός εχθρός. Δεν είναι αντίζηλος της τηλεόρασης, που διακαώς θέλει να τη δει να καταστρέφεται. Μα είναι ένα δυνατό κι εκνευριστικό ξυπνητήρι, που πολλοί θα έδιναν τα πάντα για να το κάνουν να σωπάσει. Είναι μια ευκαιρία να μας ξυπνήσει απ’ το βαρύ υπνωτικό που μας απενεργοποίησε, μας εξαπάτησε και μας έκανε να τρέψουμε ελπίδες για φωτιά από στάχτες κι απομεινάρια. Είναι υποστηρικτής της πολυφωνίας –όχι πάντα της αλήθειας–, μα της διαφορετικότητας, της ποικιλίας, της ελεύθερης άποψης. Τουλάχιστον αν όχι τίποτα άλλο, της δημοκρατίας.

 

Συντάκτης: Χριστίνα Καρυοφυλλίδου
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη