Εσύ είσαι εκεί. Κι εγώ εδώ. Κανένα κοινό σημείο μεταξύ μας πια. Μόνο κάτι στιγμές, που μου είναι τόσο μακρινές πια, που μοιάζουν με όνειρο. Μα ό,τι απόσταση και να κρατάμε, εσύ δε σταματάς, ποτέ και πουθενά.

Ζούμε μέσα απ’ τις επιλογές μας που κάποτε κάναμε. Και δεν μπορείς παρά να ορίζεις εσύ τις επιλογές σου, κι αυτές με τη σειρά τους τους ανθρώπους που θα είναι στη ζωή σου κι αυτούς που θα αποχωρήσουν, στα κρυφά, με ηττημένη ματιά και ξεχασμένα λόγια κι υποσχέσεις.

Κι εν πάση περιπτώσει ό,τι έγινε, έγινε. Βαρέθηκα να εξηγώ, να κουράζω και να αναλύω το «πώς» και το «αν»- να υπεραναλύω καταστάσεις που έφυγαν πια κι άφησαν μια γλυκόπικρη γεύση. Μα εσύ δε βοηθάς καθόλου να σταματήσω να το κάνω. Όποιος κι αν έφταιγε, ό,τι και να έγινε το αφήνουμε πίσω μας, έτσι είπαμε. Μα εσύ προκαλείς. Σαν να μη θες να το αφήσεις πίσω. Προκαλείς. Σαν να θες να συνεχίσει να μας παιδεύει το θέμα, να ζει με σάρκα κι οστά, να μας θυμίζει ότι ήμασταν ανίκανοι ακόμα κι ένα ορθό τέλος να βάλουμε.

Και δεν ξέρω ούτε τι θες, μα ούτε κι αν εσύ ο ίδιος γνωρίζεις. Πάντα αναποφάσιστος κι αφελής. Βλέμματα κοφτά, λόγια γνώριμα, μόνο και μόνο να εξασφαλίσεις την ελάχιστη απ’ την προσοχή που χρειάζεσαι, για να ξεκουράσεις το βάρος της ματαιοδοξίας σου. Και μπορεί αυτή να είναι η αρχή κι ο λόγος όλων όσων κάνεις κι όσων αποσκοπείς. Με προκαλείς, λες και θες να αντιδράσω. Κι επιλεγείς τις πιο άκαιρες ώρες και στιγμές, να τηλεφωνήσεις αναζητώντας δικαιολογίες, για να βρεις μικρά παράθυρα να ξανατρυπώσεις σε μια ζωή που δε σε χωράει πλέον. Αμείλικτη, θα έλεγες ειρωνικά, μα κουρασμένη θα έλεγα εγώ.

Πέρασε ο καιρός και το θέμα είναι να μην επαναλαμβανόμαστε με αποτυχημένες κι άγνωστης ταυτότητας και σκοπού σκέψεις. Κι ως αυτός που πάντα υπήρξες, ένας απερίσκεπτος εγωιστής, επιλέγεις προσεκτικά τις κινήσεις που θα πληγώσουν όσο περισσότερο γίνεται. Γιατί με ξέρεις καλά.

Ξέρεις τι θέλω και τι δε θέλω να ακούω, τι θέλω να βλέπω. Με ξέρεις υπερβολικά καλά, γαμώτο. Το εκμεταλλεύεσαι κι επιλέγεις με μαεστρία τα πιο επίμονα βλέμματα, τις πιο χαρακτηριστικές σου ατάκες, τα καλύτερα αστεία σου και τα υπονοούμενα που μόνο οι δυο μας θα καταλαβαίναμε. Μόνο εμείς -και κανένας άλλος. Τέτοιο καθίκι. Και δε θα παραδεχόσουν τίποτα απ’ αυτά. Γιατί φοβάσαι. Πάντα φοβόσουν.

Ήσουν δειλός να αντιμετωπίσεις την αλήθεια και να φερθείς με ευθύτητα. Και μπορεί όλους να τους ξεγελάς, μα εμένα ποτέ. Εγώ σε ξέρω καλύτερα κι απ’ ό,τι εσύ τον εαυτό σου. Προτιμάς να το παίζεις άνετος και να με ‘χεις πάντα έτοιμη για την επομένη κίνηση «ματ». Μα αυτή η κίνηση ξέρω πότε θα έρθει και τι θέλει να επιτύχει και πίστεψέ με, δε θα αντιδράσω.

Κι η καλύτερη απάντηση στη συμπεριφορά σου είναι η αδιαφορία μου. Έχει κάτι πολύ γλυκό αυτή η άρνηση να σε νοιάξει το ενδιαφέρον του άλλου. Κι όσο λιγότερο απλός «κάποιος» είναι αυτός απέναντί σου, τόσο πιο απολαυστικό γίνεται. Και με όση σιγουριά μου χαρίζεις λίγα ψίχουλα, να έχω να ασχολούμαι, με ακόμη περισσότερη θα τα ποδοπατήσω, μαζί με ό,τι μικρή σκέψη συνεχίζω να κάνω για μας -και θα κάνω πως δεν καταλαβαίνω. Για όσα λες και κάνεις, για ό,τι με κάνεις να θυμάμαι, χωρίς ποτέ να σου δείξω ότι θέλω. Και το μόνο που επιθυμείς είναι να κερδίσεις λίγο την υπερέντασή μου, τον άβολο ηλεκτρισμό στην ατμόσφαιρα, για να θρέψει το πληγωμένο «είναι» σου, μόνο και μόνο.

Μα εγώ δε θα σου γιατρεύω άλλο τις πληγές ούτε είμαι ο άνθρωπος που θα σε απαλλάξει από ανασφάλειες κι αμφιβολίες. Είμαι αυτή που θα σου φερθεί όπως της φέρθηκες. Είμαι αυτή που θα σταματήσει να γελά με τα αγαπημένα σας αστεία, θα σε κόψει όποτε προσπαθήσεις ξανά να της μιλήσεις ή να την αγκαλιάσεις. Είμαι αυτή που δε θα ξαναδεχτεί να της θυμίσεις τίποτα που δε θέλει να θυμάται. Και μπορεί ακόμα και να προσποιηθώ. Μέχρι τουλάχιστον να αποβάλλω από πάνω μου εσένα κι όσα κομμάτια σου μου άφησες.

Κι ό,τι κάνεις δεν το κανείς καν για μένα, μα για να ικανοποιήσεις λίγο ακόμα τη ματαιοδοξία σου. Μα το ξέρω πολύ καλά, γι’ αυτό θα φροντίσω, προσωπικά, όχι απλά να μη σου κάνω το χατίρι, μα να κάνω ό,τι κάνεις εσύ. Να προκαλέσω. Με τρόπο που μπορεί να μη μου χαρίσει την ευχαρίστηση που εσύ επιθυμούσες, αυτή της αυτοεπιβεβαίωσης, μα τουλάχιστον θα στερήσει τη δικιά σου.

Επιθετικότητα, θα λέγατε. Αυτοάμυνα θα απαντούσα εγώ.

Συντάκτης: Χριστίνα Καρυοφυλλίδου
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη