Δύσκολο πράγμα να κατανοήσεις τον ανθρώπινο νου. Μπερδεύεται, μαγεύεται, ζαλίζεται στην παραζάλη της ζωής. Ανεξάντλητος και παραγωγικός, διψασμένος για χαμένα απωθημένα, άσκοπες επαναληπτικές συμπεριφορές και καθημερινή ενασχόληση με υποθετικές προτάσεις.

Γιατί τα τέλη που βάζουμε, τα «οριστικά», τα τελεσίδικα, τα προτετελεσμένα είναι πιο κοινά κι απ’ τα λόγια και τον ίδιο το χωρισμό. Τίποτα οριστικό σε αυτή τη ζωή. Μόνο ο θάνατος -που ακόμα κι αυτό αμφισβητείτai από υποστηρικτές της μεταθανάτιας ζωής.

Οπότε ποιοι είμαστε εμείς, εμείς οι δυο, εμείς οι άνθρωποι να βάζουμε οριστικά τέλη στα αισθήματα, που από μόνα τους έχουν μια σταθερότητα κι επαναληπτικότητα, μια συνέχεια. Έχουν μια ροή∙ σβήνουν, ανάβουν, καίνε, μα δεν πεθαίνουν, τουλάχιστον εύκολα. Θέλει δολοφονική τάση κι αντοχή για να σκοτώσεις τον έρωτα κι απαιτεί την ταυτόχρονη ύπαρξη μιας δυνατής αιτίας, που θα πρέπει να τον ορίζει ως μονόδρομο, ως αδιέξοδο, ή τουλάχιστον όχι ως σταυροδρόμι.

Κι εγώ την είχα αυτήν την αντοχή, την είχα αυτή την τάση και θα σε σκότωνα από μέσα μου, γιατί η αιτία έφτασε να είναι πιο δυνατή κι απ’ το ίδιο το πάθος. Έφτασε, ήταν μια στιγμή, τα κατάφερα. Εσύ ήσουν η αιτία, μη γελιόμαστε. Εγώ απλά το ονόμασα. Τα λάθη σου ήταν ήδη αρκετά κι όριζαν από μόνα τους το τέλος. Το προσδιόριζαν και το καθιέρωναν ως γεγονός. Και χωρίς να το θέλω επέλεξα το μονόδρομο και σε άφησα πίσω. Για το καλό μου. Για να υπάρξω, τέλος πάντων, τώρα κουρέλι, ώστε να γίνω κάποια στιγμή ολοκαίνουρια. Για το καλό μου λοιπόν -έστω.

Μα εσύ δεν τα σεβόσουν όσα οριστικά τέλη θέλαμε κι οι δύο να βάλουμε. Απεγνωσμένοι να απαλλαχτούμε απ’ την ιδιότροπη σύνδεση που είχαμε αναπτύξει, που μας μούδιαζε από συναίσθημα και μας διέλυε απ’ τον πόνο.

Και δε θα πω ψέματα. Πίστευα ότι όντως θα μπορούσα να προχωρήσω μπροστά κι όσα τέλη σου έταξα να τα πραγματοποιήσω. Πίστεψα ότι η παροδικότητα των τελών δεν ήταν γεγονός με την περίπτωσή μας. Γιατί δε σε έβλεπα πια, δεν ήσουν η καθημερινότητά μου. Ήσουν κάποιος, κάπου, κάποτε που δεν ξέρω τι κάνει και πώς είναι. Μα έφτασε μια στιγμή. Στο στέκι μας, που είχες να φανείς βδομάδες ολόκληρες. Και δεν ξέρω γιατί συνέχιζα να πηγαίνω∙ για να σε πετύχω, να δω αν θα πήγαινες ποτέ, ή για τους λογούς που το προτιμούσα από παλιά. Μα όποιος και να ‘ταν, δε θα παραδεχόμουν ποτέ στον εαυτό μου ότι ο λόγος ήσουν εσύ.

Μέχρι που φάνηκες. Με δυο κοφτά βλέμματα μπήκες μέσα κι έκατσες στο μπαρ με έναν παλιό φίλο μας. Τσέκαρες με ποιους είμαι και τι κάνω κι ένιωσα σα να σε γνωρίζω πρώτη φορά κι όλα απ’ την αρχή. Το βλέμμα να καρφώνει, σαν καυτό μαχαίρι. Κι εγώ να σε κοιτάζω, σαν να είσαι αυτός του πρώτου μήνα κι όχι του τελευταίου. Ο παλιός καλός -μου. Είχες θωρακίσει το πρόσωπό σου με σιγουριά και προκλητικότητα. Παρατηρούσες την κάθε μου κίνηση, τι έπινα, πώς στεκόμουν και τι φορούσα. Αργά και με μπόλικη αυτοπεποίθηση, πλησίασες και δήλωσες τι ήθελες. Εμένα. Σαν παίκτης ενός περίεργου παιχνιδιού, με μπόλικη αμεσότητα και σατανική άνεση, που ακόμα κι όταν σε έδιωξα ήξερες πολύ καλά ότι δεν είχες χάσει.

Κι έπινες συνεχώς και κοιτούσες και σε κάθε γουλιά και λίγο περισσότερο. Μα εγώ είχα θέσει στο μυαλό μου τα δικά μου οριστικά τέλη. Κι ήμουν διατεθειμένη να τα τηρήσω. Σε ήθελα, σε θέλω. Μα η αδιαφορία που μου δήλωναν κάποτε οι πράξεις σου ήταν η απάντηση στις αμφιβολίες μου. Η αμοιβαιότητα των αισθημάτων είναι η επιβράβευση του έρωτα, άλλωστε.

Και το αλκοόλ έχει μια περίεργη συνήθεια, να δηλώνει με ξεκάθαρες λεπτομερείς πράξεις τι θέλει ο άλλος. Σε προδίδει ή σε αποκαλύπτει. Και στο δείχνει, σαν να σου βροντοφωνάζει μέσα στα μούτρα σου. Μα εγώ πια τίποτα δεν πιστεύω. Τίποτα από σένα δε λαμβάνω ως δεδομένο. Γιατί συνήθισα να περιμένω πολλά και να μην παίρνω ούτε τα μισά. Γιατί ακόμα και τώρα δε είμαι σίγουρη γι’ αυτά τα βλέμματα κι αυτά τα λόγια.

Δεν ξέρω αν σου έλειψα τόσο πολύ που ήπιες, ή ήπιες τόσο πολύ και σου έλειψα. Γιατί αν μπω στον κόπο να κατανοήσω το μυαλό σου, μάλλον είμαι ένα αποτέλεσμα του παροδικού μεθυσμένου εαυτού σου, που βρέθηκε τη λάθος ώρα, στο λάθος μέρος κι απλά απαιτείται από εμένα η επιβεβαίωσή σου. Η γλυκιά επιβεβαίωση ότι έχεις εμένα, ακόμα και τώρα, ακόμα κι έτσι.

Αν σου έλειπα, αν ήμουν προτεραιότητα κι όχι επιλογή που απλά δεν άλλαξες με την πάροδο του χρόνου, δε θα αντιπροσώπευαν οι πράξεις σου αυτά τα άτιμα, τα πολλά, τα λόγια σου; Χρειάζεσαι λίγο παραπάνω αλκοόλ για να σου λείψω κι όχι η πραγματική ακέραια απουσία μου απ’ τη ζωή σου;

Νηφάλια, ξεκάθαρα λόγια θέλω κι όχι μεθυσμένες μισοειπωμένες κουβέντες. Για μία φορά, για μία μέρα, έλα και πες μου με ειλικρίνεια όσα θέλω ή δε θέλω να ακούσω. Μα κυρίως όσα θέλεις εσύ∙ από μένα, απ’ τον εαυτό σου, όσα θέλεις να εκλάβεις πριν λήξει αυτή η κατάσταση. Μέχρι τότε εγώ φεύγω, απ’ το στέκι μας, απ’ τη ζωή σου, απ’ τον μεθυσμένο, προκλητικό εαυτό σου, απ’ τον παλιό «κακό» εαυτό σου.

Κι εσύ μέχρι τότε κάτσε εδώ, να σου θυμίζουν τα πάντα εμένα, χωρίς όμως εμένα.

Συντάκτης: Χριστίνα Καρυοφυλλίδου
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη