Δεν έχει και πολλή σημασία πλέον, ξέρεις. Να σε δω ξανά. Δε θα αλλάξει τίποτα απολύτως. Ό,τι έγινε, έγινε. Θα πεις, θα πω και θα προσπεράσουμε. Λες και δε συνέβη ποτέ. Μα αυτό ποτέ δε θα το ‘θελα. Ξέρεις οι στιγμές, οι άνθρωποι, μας κάνουν αυτό που είμαστε. Και μερίδιό μου πια, ποσοστό μου θα ‘λεγα, είσαι εσύ. Όχι, δε σε διεκδικώ. Ούτε μέρος απ’ τη ζωή σου θέλω. Δε θέλω τίποτα.

Ίσως μόνο ένα πράγμα. Να, να σε ξαναδώ. Μπορεί να μην πιστέψεις ότι θέλω μόνο αυτό. Κι όμως. Τίποτα παραπάνω και τίποτα λιγότερο. Δυο στιγμές ακόμα μαζί σου, ίσως θα μου διέλυαν κάποια «γιατί», που έχουν χτιστεί μέσα μου. Κι ενώ εγώ σε τοποθετώ στο παρελθόν μου -και μόνο-, αυτά μου βροντοφωνάζουν ότι υπάρχουν. Ότι ζουν μέσα απ’ το παρόν.

Γι’ αυτό, αγάπη μου, όχι, όχι «αγάπη μου». Δεν είσαι αγάπη μου. Όχι γιατί δε σ’ αγαπώ. Αλλά δεν είσαι πια αυτό το «μου». Δεν είσαι δικός μου. Γι’ αυτό λοιπόν, θέλω να αποδεσμευτώ από σένα κι από ό,τι με δένει μαζί σου. Ένα βράδυ λοιπόν. Θα μου το δώσεις; Ένα βράδυ θέλω. Να σε ρωτήσω όσα δεν τόλμησα εγώ η ιδία ποτέ να αναρωτηθώ, ποσό μάλλον να ξεστομίσω. Γιατί. Κρύβει λίγο παραπάνω πόνο αυτή η λέξη απ’ όσο νόμιζα ότι αντέχω. Απ’ όσο νόμιζες κι εσύ ότι με γενναιοδωρία μου χάρισες.

Θέλω, όμως, να μιλήσουμε σαν δυο γνωστοί που μιλάνε για ένα θέμα άσχετο, τυχαίο και παροδικό. Τόσο αυθόρμητη θέλω να είναι αυτή η συζήτηση. Με δυο μόρες σε μια παράλια, ή σε μια ταράτσα. Εσύ κι «η μικρή σου». Να συζητήσετε για το κόσμο, για τον παραλίγο κόσμο σας. Όχι για σας. Όχι πια, δε μου το επιτρέπω.

Αυτή η νύχτα θα είναι ένα αντίο. Ένα άτυπο αντίο, όχι τόσο για μας τους δυο, αλλά για τις στιγμές μας. Θα καθίσουμε, θα τα πούμε όλα, όλα στο υπόσχομαι. Κι ύστερα θα κάψουμε ό,τι αφήσαμε μισό. Ό,τι ήμασταν ανίκανοι να το φτάσουμε μέχρι το τέλος. Ό,τι ήμασταν ανίκανοι να προσπαθήσουμε. Θα το κάψουμε! Κι απ’ τη στάχτη θα τα φτιάξουμε όλα απ’ την αρχή, όμως με έναν όρο: χωριστά.

Ένα τελευταίο βράδυ. Μα δεν είμαι σίγουρη πως θα έρθεις. Ίσως σε περιμένω, μονή. Ναι, θα μπορούσες να με αφήσεις έτσι. Γιατί δε μου προκαλεί καμία έκπληξη αυτό; Πάλι ένα «γιατί» κρύβεται από πίσω. Πίσω από κάθε πρόταση με τις πράξεις σου, ένα «γιατί».

Αυτό πονάει πιο πολύ. Αλήθεια. Σ’ αγάπησα, αυτό δεν αλλάζει. Μ’ αγάπησες κι εσύ, το ξέρω. Μα το «γιατί», μάτια μου, έτσι και μπει στο μυαλό σου, δε θα σε αφήσει ποτέ. Κι ίσως γι’ αυτό κάποιοι άνθρωποι είναι ανίκανοι να προχωρήσουν. Είναι τόσα τα ερωτηματικά στην ψυχή τους που καταλαμβάνουν ό,τι χώρο απέμεινε για ευτυχία.

Μα εγώ τον θέλω αυτόν το χώρο. Έχω σκοπό να σ’ αφήσω πίσω, αλλά θέλω να σ’ αφήσω σε ένα βράδυ ονειρεμένο. Να σε θυμάμαι έτσι, σαν μια όμορφη ανάμνηση. Αυτό θέλω από σένα και τίποτα άλλο. Να είσαι μια όμορφη στιγμή στη ζωή μου.

Θέλω να σε ποτίσω, εσένα που δεν έπινες ποτέ. Που με αυτή τη ριμάδα την ψυχρότητα απεχθανόσουν οτιδήποτε σε έκανε να χάσεις τον έλεγχο. Μα εγώ αυτό ήθελα. Μία φορά να δω πώς είσαι αν δεν έχεις τον πλήρη έλεγχο. Και να μιλήσεις. Για όσα δεν τόλμησες, για όσα δεν πρόλαβες, για όσα ονειρευόσουν. Και κυρίως για όσα ποτέ δε θέλησες να μοιραστείς μαζί μου -πόσο με πλήγωνε αυτό.

Να μη σε ρωτήσω, λοιπόν, γιατί; Γιατί ήσουν κλειστός ακόμα και μαζί μου. Γιατί τόση απόσταση, τόσο μυστήριο. Γιατί δεν ήξερες. Tι ήθελες από μένα, από μας; Στην τελική «γιατί», όλα αυτά τα «γιατί», ρε γαμώτο. Να τα βγάλω από μέσα μου τουλάχιστον, γιατί θα με πνίξουν.

Το ονειρεύομαι αυτό το βράδυ. Θα έρθεις, λογικά θα ανταλλάξουμε ένα αμήχανο γελάκι. Θα φιληθούμε σταυρωτά, ξέρεις, σαν δυο ξένοι. Θα κάτσεις, και πριν καν προλάβω εγώ να σε ρωτήσω ό,τι θα ξεθύμανε την καρδούλα μου, εσύ θα με κοιτάξεις με αυτό το βλέμμα σου. Κι εγώ θα καταλάβω ότι δεν πρόκειται, τελικά, να σου πάρω κουβέντα. Δε θα λύσεις ούτε ένα απ’ τα «γιατί» μου. Κι εγώ -όπως πάντα- δε θα σου θυμώσω. Πότε το έκανα άλλωστε;

Αλλά ίσως να το ήξερα απ’ την αρχή αυτό. Δε θα μάθαινα τίποτα παραπάνω, που να μην ήξερα ήδη. Ίσως τελικά, έτσι υποσυνείδητα, να το ήξερα, κι απλά να ήθελα να ξαναδώ αυτό το βλέμμα σου, γεμάτο υπονοούμενο κι αναπάντητα ερωτηματικά. Και μια δόση ηλεκτρισμού -αυτό αγάπησα εξαρχής, άλλωστε.

Ε, λοιπόν, δε θα μπορούσαμε εμείς οι δυο να τελειώσουμε με κάτι λιγότερο απ’ αυτό. Ή μάλλον με κάτι περισσότερο απ’ αυτό. Εμείς. Πάντα έτσι ήμασταν. Θα στριμώξω λοιπόν τα «γιατί» μου πλάι απ’ την αγάπη μου για σένα, που θες-δε θες, θα μείνει εκεί, και λίγο μπροστά απ’ τον πόνο που μου προκάλεσες. Να τον κρύψει, να μην τον θυμάμαι. Δε θα κρατήσω πόνο από σένα. Είπαμε, μόνο τα βλέμματα θα κρατήσω. Και θέλω ένα πραγματάκι. Κάτι τελευταίο. Αλήθεια αυτό θα είναι το τελευταίο. Σε παρακαλώ, να είσαι πάντα καλά.

Συντάκτης: Χριστίνα Καρυοφυλλίδου
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη